-
1 σοφιστής
σοφιστήςmaster of one's craft: masc nom sg -
2 σοφιστής
A master of one's craft, adept, expert, of diviners, Hdt.2.49; of poets,μελέταν σοφισταῖς πρόσβαλον Pi.I.5(4).28
, cf. Cratin.2; of musicians,σοφιστὴς.. παραπαίων χέλυν A.Fr. 314
, cf. Eup.447, Pl.Com. 140; σοφιστῇ Θρῃκί (sc. Thamyris) E.Rh. 924, cf. Ath.14.632c: with modal words added,οἱ σ. τῶν ἱερῶν μελῶν Ael.NA11.1
; of the Creator of the universe ([etym.] ὁ δημιουργός) , πάνυ θαυμαστὸν λέγεις ς. Pl.R. 596d; of cooks,εἰς τοὺς σ. τὸν μάγειρον ἐγγράφω Alex.149.14
, cf. Euphro 1.11; οἱ τὴν ἱππείαν ς. skilled in.., Ael.NA13.9: metaph., σ. πημάτων deviser, contriver of pains, E.Heracl. 993:—then,2 wise, prudent or statesmanlike man, in which sense the seven Sages are called σοφισταί, Hdt.1.29, cf. Isoc.15.235, Arist.Fr.5, D.61.50; of Pythagoras, Hdt.4.95; of natural philosophers, Hp.VM20; of Isocrates and Plato, D.H.Comp.25; of the Βραχμᾶνες, Arr.An.6.16.5, cf. γυμνοσοφισταί; freq. with a slightly iron. sense,ἵνα μάθῃ σ. ὢν Διὸς νωθέστερος A.Pr.62
, cf. 944;ψυχή.. κρείσσων σοφιστοῦ παντὸς εὑρέτις S.Fr. 101
, cf. E.Hipp. 921: prov., : of the philosophic sage, Aristid.2.311 J.II from late v B.C., a Sophist, i.e. one who gave lessons in grammar, rhetoric, politics, mathematics, for money, such as Prodicus, Gorgias, Protagoras,τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν X.Mem.1.6.13
, cf. Cyn.13.8, Th.3.38, Pl.Prt.31 3c, Euthd. 271c, La. 186c, Men. 85b, Isoc.15.148, Arist.SE 165a22;σ. ἄχρηστοι καὶ βίου δεόμενοι Lys.33.3
; but sts. even of Socrates (though he did not teach for money), Aeschin.1.173; so of Christ, Luc.Peregr.13: hence (from the ill repute of the professed sophists at Athens),2 sophist (in bad sense), quibbler, cheat, Ar.Nu. 331, 1111, al., Pl.Sph. 268d;γόητα καὶ σοφιστὴν ὀνομάζων D.18.276
.3 later of the ῥήτορες, Professors of Rhetoric, and prose writers of the Empire, such as Philostratus and Libanius, Suid.;Ἀπολλωνίδῃ σοφιστῇ PLips. 97
X 18 (iv A.D.); freq. as a title in epitaphs, IG3.625,637,680,775, 14.935.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφιστής
-
3 σοφιστής
-οῦ ὁ N 1 1-0-0-8-0=9 Ex 7,11; DnLXX 1,20; 2,14.18.24wise man, diviner, sophist (in pejor. sense)Cf. LE BOULLUEC 1989, 36-37 -
4 σοφισταί
σοφιστήςmaster of one's craft: masc nom /voc pl -
5 σοφιστήν
σοφιστήςmaster of one's craft: masc acc sg (attic epic ionic) -
6 σοφιστά
σοφιστά̱, σοφιστήςmaster of one's craft: masc nom /voc /acc dualσοφιστήςmaster of one's craft: masc voc sgσοφιστήςmaster of one's craft: masc nom sg (epic) -
7 σοφιστάς
σοφιστά̱ς, σοφιστήςmaster of one's craft: masc acc plσοφιστά̱ς, σοφιστήςmaster of one's craft: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 μεγαλοσοφιστής
A = μέγας σοφιστής, Ath.3.113d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοσοφιστής
-
9 σοφιστάν
-
10 σοφιστᾶν
-
11 σοφιστή
-
12 σοφιστῇ
-
13 σοφιστήι
-
14 σοφιστῆι
-
15 σοφιστήσιν
-
16 σοφιστῇσιν
-
17 σοφισταίς
-
18 σοφισταῖς
-
19 σοφιστού
-
20 σοφιστοῦ
См. также в других словарях:
σοφιστής — master of one s craft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek
σοφιστής — ο 1. αυτός που μεταχειρίζεται σοφίσματα: Είναι σοφιστής και θα σας πείσει. 2. (στην αρχαιότητα), δάσκαλος της ρητορικής, της πολιτικής και της κοινωνικής φιλοσοφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πωλέων — Σοφιστής που επονομαζόταν Τραλλιανός, γιατί καταγόταν από τις Τράλλεις της Μικράς Ασίας. Έζησε στη Ρώμη τα χρόνια του Πομπηίου (106 48 π.Χ.). Ανάμεσα σε άλλα, έγραψε και Περί του εμφυλίου της Ρώμης πολέμου … Dictionary of Greek
Φαβωρίνος — Σοφιστής και φιλόσοφος από την Αρελάτη της Γαλατίας, που έδρασε τον 2o αι. μ.Χ. Ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στη Μικρά Ασία και συνδέθηκε με τον Ηρώδη Αττικό και τον Πλούταρχο. Ο τελευταίος αφιέρωσε στον Φ. δύο πραγματείες του. Η… … Dictionary of Greek
σοφισταῖς — σοφιστής master of one s craft masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισταί — σοφιστής master of one s craft masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστοῦ — σοφιστής master of one s craft masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστᾶν — σοφιστής master of one s craft masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστῇ — σοφιστής master of one s craft masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστῇσιν — σοφιστής master of one s craft masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)