-
1 ἄνεμοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνεμοι
-
2 αημι
веять, дуть: , οἵ τε νέφεα διασκιδνᾶσιν ἀέντες Hom. ветры, дуновением (своим) рассеивающие тучи; ὑόμενος καὴ ἀήμενος Hom. омываемый дождем и обвеваемый ветром; δίχα δέ σφιν θυμὸς ἄητο Hom. они не знают, к какой стороне примкнуть (точнее: их души колеблются то туда, то сюда); κάλλος ἄητο HH. красотой (как бы) повеяло (от богини Деметры); μαρτύρια ἄηται Pind., ходят противоречивые слухи -
3 ακρονυχος
-
4 αναστελλω
1) высоко поднимать, подбирать, задирать вверх(τὰς ῥίζας ἄνω Arst.)
ἀνεσταλμένος χιτών Plut. — высоко подобранный хитон;med. — подтягивать на себе, т.е. надевать на себя (χιτώνια Arph.; νεβρίδας Eur.)2) отгонять прочь, отбивать, отражать (sc. πολεμίους Eur., Thuc., Xen.; οἱ ἄνεμοι ἀναστέλλουσι τἄ νέφη Arst.)3) удалять, счищать(τέν γῆν Diod.)
-
5 ανεμος
ἀνέμων ἀέλλη Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. — вихрь, буря;
κατ΄ ἄνεμον καὴ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. — плыть по ветру и по течению;οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. — душевные бури -
6 αντιπνεω
1) дуть в противоположную сторону или навстречу2) складываться неблагоприятно(τινι Luc.; τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Polyb.)
3) ( о встречном ветре) насылать(πνεῦμα ταῖς ναυσίν Plut.)
ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Plut. — так как с моря дул встречный ветер -
7 αποληγω
(у Hom. in arsi -ο-)1) оставлять, прекращать, переставать(μάχης Hom.; ἔρωτος Plat.)
2) прекращатьсяἀνδρῶν γενεέ ἥ μὲν φύει, ἥ δ΄ ἀπολήγει Hom. — одно поколение людей нарождается, другое умирает;
ἀπολήγοντ΄ ἄνεμοι Theocr. — ветры утихают3) оканчиваться, переходить(εἴς τι Arst., Plut., Luc.)
-
8 αργαλεος
31) трудный, тяжелый(πρᾶγμα Arph.; ὁδός Plut.)
ἀ. ἀντιφέρεσθαι Hom. — с ним трудно бороться2) неприятный, тягостный, мучительный(ἄνεμοι, ἔρις Hom.; λύπη Hom., Arph.; ἀ. τέν ὄψιν Aeschin.)
-
9 αστραπαιος
-
10 βρασματιας
-
11 βυκτης
-
12 δηλημα
- ατος τό гибель, пагуба(ἄνεμοι, δηλήματα νηῶν Hom.; κακὸν δ. βροτοῖσιν HH.; ὁδοιπόρων δ., sc. δράκων Aesch.; τινι и τινος Soph.)
-
13 διαλειπω
1) оставлять промежуток или в промежутке, пропускатьἐνθαῦτα διελέλειπτο Her. — в этом месте образовался промежуток;
οὐ δ. χώραν Arst. — быть непрерывным;διαλιπὼν (χρόνον τινά) Thuc., Isocr., Dem., Arst., Plut. — спустя некоторое время;διελιπὼν ἡμέρας τὰς συγκειμένας Her. — выждав условленное число дней2) прекращатьοὐ πώποτε διέλιπον μανθάνων Xen. — я никогда не переставал учиться;
τοῦ Κλεοδήμου διαλιπόντος Plut. — когда Клеодем умолк3) находиться на расстоянии, отстоять(δύο πλέθρα ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc.)
διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι Arst. — ветры дуют с промежутками;πυρετοὴ διαλείποντες Arst. — перемежающиеся лихорадки;πίτυες διαλείπουσαι Xen. — далеко отстоящие друг от друга, т.е. редкие сосны4) находиться в промежутке -
14 διεκπνεω
-
15 διεξαισσω
атт. стяж. διεξᾴττω или διεξάττω с силой прорываться(διεξάττοντες ἄνεμοι Arst.; ναῦς διεξάϊξε Theocr.)
-
16 εαρινος
стяж. ἠρινός, эп. εἰαρινός 3весенний, вешний(ἄνθεα Hom.; πλόος Hes.; θάλπος Xen.; ἄνεμοι, ἰσημερία Arst.; ὥρα Polyb., Plut.)
-
17 εγκολπιας
-
18 εκπνεω
ион. ἐκπνείω1) выдыхать(τῶν ἀναπνεόντων ἐκπνεῖ τε καὴ ἀναπνεῖ τὸ πνεῦμα Plat.: μαλακέν αὖραν Plut.; τὸ ἐκπνεόμενον θερμόν Arst.)
2) веять, дуть(ἄνεμοι ἔσωθεν ἐκπνέοντες Her.; ἐκ τοῦ κόλπου Thuc.; βορέας τὰς νύκτας ἐκπνεῖ Arst.)
3) извергать, метать(φλόγα Aesch.; ἀράς τινι Eur.)
ἐ. θυμόν Eur. — клокотать от гнева;σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών Soph. — сильная буря, разразившаяся из малой тучки4) (тж. ἐ. βίον Aesch., Eur. и ἐ. ψυχήν Eur.) испускать дух, умирать Plut.; pass. быть убиваемым(ὑπό τινος Soph. и πρός τινος Eur.)
5) задыхаться, тяжело дышать(ἐπὴ τοῖς καμπτῆρσιν ἐκπνέουσι, sc. οἱ δρομεῖς Arst.)
6) досл. выдыхаться, перен. успокаиваться(ἴσως ἂν ἐκπνεύσειεν Eur.)
-
19 εννοσιφυλλος
-
20 εξορουω
1) вырываться2) выскакивать, выпадать
См. также в других словарях:
Άνεμοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Πρόκειται για τερατόμορφες προσωποποιήσεις των στοιχείων της φύσης, που προκαλούν τρόμο στους ανθρώπους, ή ήρεμες και ευεργετικές θεότητες (κανονικοί άνεμοι). Οι πρώτοι αντιπροσωπεύονται από τα τέρατα Τυφάωνα ή Τυφωέα, Έχιδνα … Dictionary of Greek
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek
ἀνεμοί — ἀνεμόομαι to be filled with wind pres subj mp 2nd sg ἀνεμόομαι to be filled with wind pres ind mp 2nd sg ἀνεμόω pres subj mp 2nd sg ἀνεμόω pres ind mp 2nd sg ἀνεμόω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνεμοι — ἄνεμος wind masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληγείς άνεμοι — (Μετεωρ.) ρεύμα πολύ σταθερών ανέμων που είναι βόρειο βορειοανατολικοί στο Βόρειο και νοτιο νοτιοανατολικοί στο Νότιο ημισφαίριο. Πνέουν από τις ζώνες τών υψηλών πιέσεων τών υποτροπικών περιοχών προς την ενδοτροπική ζώνη συγκλίσεως τών νηνεμιών,… … Dictionary of Greek
αληγείς — Άνεμοι σταθεροί που πνέουν στην επιφάνεια της Γης από τις ζώνες των τροπικών, οι οποίες έχουν σταθερά υψηλή πίεση, προς τη ζώνη του Ισημερινού, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλές πιέσεις. Οι βόρειοι α. διακρίνονται από τους νότιους, προς τους… … Dictionary of Greek
μούσωνες — Άνεμοι περιοδικοί, εποχικοί, όμοιοι περίπου με τις απόγειες και θαλάσσιες αύρες, από τις οποίες όμως διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά, την περιοδικότητα και την έκταση: πράγματι, αντί να αλλάζουν διεύθυνση μεταξύ ημέρας και νύχτας, όπως… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… … Dictionary of Greek