-
1 αεθλος
-
2 ααατος
2(ᾰᾱᾰ и ᾰᾱᾱ)1) неприкосновенный, запретный, заповедный, священный(Στυγὸς ὕδωρ Hom.)
2) предполож. безвредный, безопасный, безобидный(ἄεθλος Hom.)
-
3 αγωνιος
-
4 αθλος
эп.-ион. άεθλος ὅ1) борьба, состязание(νικᾶν ἐν τῷ ἀέθλῳ Hom.; ἆθλοι Πυθικοί Soph.; ἆθλοι γυμνικοὴ καὴ ἱππικοί Plat.)
2) труд, задание, делоὁ προκείμενος ἄ. Her. — заданная работа;
ἀέθλους προθεῖναί τινί τινας Her. — возложить на кого-л. какие-л. задачи;3) мучение, страдание Aesch., Soph. -
5 υποκειμαι
ὑποκείμενα ἐρείσματα Arst. — находящиеся внизу подпорки;
οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται Thuc. — фундамент сложен из различных каменных пород;ἥ κρηπὴς ὑποκειμένη τινί Plat. — основание чего-л.;ὑ. τινι Plat. — лежать в основе (быть принципом) чего-л.;τούτων ὑποκειμένων Plat. — положив это в основу, на этих основаниях2) лежать у (чьих-л.) ног, униженно кланяться Plat.3) лежать рядом, прилегать, примыкать(ὑποκειμένη ἥ Εὔβοια ὑπὸ τέν Ἀττικήν Isocr.; ἥ τῆς Αἰγύπτου ὑποκειμένη χώρα Diod.)
4) находиться впереди, быть предназначенным, предстоятьὑπόκειταί μοι ὅ ἄεθλος Pind. — мне предстоит (у меня впереди) награда;
ἥ ὑποκειμένη ὕλη Arst. — предмет предстоящего обсуждения, данная тема;τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. — лжесвидетелям предстоит кара5) быть в наличии, иметься, оставатьсяἐλπὴς ὑπόκειταί τινι ἀπό τινος Thuc. — у кого-л. есть надежда на что-л.;
ὑ. τῇ γνώμῃ Dem. — находиться в сознании, т.е. не упускаться из виду;δύο μῆνας ἔμενον ἐπὴ τῶν ὑποκειμένων Polyb. — в течение двух месяцев все оставалось в том же положении;ὅ ὑποκείμενος χρόνος грам. — настоящее время6) быть положенным, быть установленным, быть принятым (за правило)ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος Dem. — принято, чтобы сначала (приносилась) присяга, а затем (произносилась) речь;
διὸ καὴ ἡμῖν ὑποκείσθω ταῦτα Arst. — итак пусть это будет принято нами за основу;μένειν ἐπὴ τῆς ὑποκειμένης γνώμης Polyb. — оставаться при (ранее) принятом мнении;ἐμοὴ ὑποκέεται ὅτι ὑπ΄ ἀκοῇ γράφω Her. — я задался целью писать о том, что (сам) слышал7) быть предложенным, внушенным8) быть подвластным, подчиняться(τῷ ἄρχοντι Plat.; τοῖς πάθεσι Arst.; τῷ νόμῳ τινός Luc.)
ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει Arst. — в чем подчиненные виды (подвиды) отличаются от вида9) находиться в закладе10) обеспечивать(ся) залогомτετταράκοντα μνῶν ὑποκείμενοι Dem. — внесшие залог в сумме сорока мин - см. тж. ὑποκείμενον
-
6 χαλεπος
31) трудный, затруднительный, тяжелый(ἄεθλος Hom.; ἔργον Arph.; πόνοι Plat.; πορεία Xen.)
ῥῆμα χαλεπόν Plat. — труднообъяснимое слово;ὁδὸς χαλεπή Plat. — труднопроходимая дорога;λιμέν χαλεπός Hom. — малодоступный порт;χ. προσπολεμεῖν Thuc. — с которым трудно сражаться2) тяжелый, тяжкий, мучительный, жестокий(ἄλγος, γῆρας Hom.; συμφορά Eur.; βίος, νόσος Xen.; καιροί NT.)
3) опасный, страшный(θύελλα, ἄνεμοι Hom.)
χ. φαίνεσθαι ἐναργής Hom. — он страшен на вид, когда появится4) суровый, грозный, строгий(βασιλεύς Hom.; νόμοι Dem.; κριταί, τιμωρία Plat.)
ὀργέν χ. Her. — крутого нрава5) свирепый, злобный, злой(κύνες Xen.; θηρία Plat.; μέλισσαι Arst.)
χαλεπῇ τῇ χειρί Arph. — грубой рукой, силой - см. тж. χαλεπόν
См. также в других словарях:
ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
au̯ē-11 (u̯e-d(h)-?) — au̯ē 11 (u̯e d(h) ?) English meaning: to try, force Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen, anstrengen”? Material: Solmsen Unters. 267 f. connects O.Ind. vüyati, tē “ gets tired, is exhausted, tires “ with Gk. ἄεθλος “ drudgery,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
άεθλον — ἄεθλον, το και ἄεθλος, ο (Α) επικοί και ιωνικοί τύποι αντί ἆθλον*, ἆθλος* … Dictionary of Greek
άθλο — το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον) βραβείο, έπαθλο, γέρας νεοελλ. (συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις αρχ. 1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή 2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη 3.… … Dictionary of Greek
αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη … Dictionary of Greek
αεθλονικία — ἀεθλονικία, η (Α) νίκη σε αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλος + νίκη] … Dictionary of Greek
αεθλοσύνη — ἀεθλοσύνη, η (Μ) [ἄεθλος] αγώνας, άμιλλα … Dictionary of Greek
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek
πανάεθλος — πανάεθλος, ον (Μ) αυτός που υπέστη όλα τα είδη τών μαρτυρικών άθλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄεθλος, επικ. και ιων. τ. του ἆθλος] … Dictionary of Greek