-
1 αθλος
эп.-ион. άεθλος ὅ1) борьба, состязание(νικᾶν ἐν τῷ ἀέθλῳ Hom.; ἆθλοι Πυθικοί Soph.; ἆθλοι γυμνικοὴ καὴ ἱππικοί Plat.)
2) труд, задание, делоὁ προκείμενος ἄ. Her. — заданная работа;
ἀέθλους προθεῖναί τινί τινας Her. — возложить на кого-л. какие-л. задачи;3) мучение, страдание Aesch., Soph. -
2 άθλος
-
3 ἆθλος
τὸ ἆθλον / ὁ ἆθλος 1. усилие, подвиг ради первенства; 2. награда за победу на состязаниях (ср. атлет) -
4 άθλος
[атлос] ουσ. а подвиг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άθλος
-
5 άθλος
[атлос]ουσ α подвиг. -
6 αεθλος
-
7 αναθλος
-
8 ανταθλος
-
9 δεχομαι
ион. δέκομαι (fut. δέξομαι, pf. δέδεγμαι)1) принимать, получатьδέξασθαι χρυσόν τινος Hom. — получить золото от кого-л., тж. предать кого-л. за золото;2) принимать внутрь, поглощать(τροφήν Arst.)
3) впитывать(ἥ γῆ δέχεται ὕδωρ Arst.)
4) (вос)принимать, усваивать(γλυκύτητα Arst.)
μέ δ. τέν πρὸς τὸ εἰκὸς μίξιν Plut. — быть совершенно неправдоподобным5) оказывать (радушный) прием, давать приют, принимать как гостя(τινα ἐν δόμοισιν Hom. и δόμοις Soph., εἰς στέγος Soph. и στέγαις Eur., εἰς τέν πόλιν и τῇ πόλει Thuc.)
παῖδ΄ ἑὸν δέξατο κόλπῳ Hom. — (Андромаха) прижала своего ребенка к груди;ξυμμάχους τινὰς δ. Thuc. — принимать кого-л. в число союзников6) ( о богах) благосклонно принимать7) воспринимать, слышать8) воспринимать, (сочувственно или покорно) выслушивать(μύθων ὀμφάν Eur.; τὰς ἀκοὰς παρ΄ ἀλλήλων Thuc.)
δέξασθαι τοὺς λόγους Her., Thuc. — принять предложения;δέχει δέ τοῦτον τὸν λόγον ; Plat. — а ты-то согласен с этим учением?;μνήμῃ παρὰ τῶν πρότερον δεδέχθαι Thuc. — знать по устному преданию от предков;κῆρα δέξομαι Hom. — я готов принять смерть9) принимать к руководству(τὸ χρησθέν Her.; τὸ ῥηθέν Soph.)
τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Thuc. — быстро выполнять приказания10) принимать, понимать(ἀναγνοὺς αὐτὰ ὅπῃ βούλει δέξασθαι, ταύτῃ δέχου Plat.)
μέ ξυμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Soph. — не думай, что этот человек принесет тебе несчастье11) предпочитать(τι πρό τινος и μᾶλλον τι ἀντί τινος Plat.)
μᾶλλον δεξαίμην Plat. — я предпочел бы;ἐπὴ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ΄ ἂν ὑμῶν ; Plat. — чего только не отдал бы любой из вас (за это)?12) поджидать, выжидатьἐλεύσασθαί τινα δ. Hom. — ожидать чьего-л. прихода;
δεδεγμένος ὁππόθ΄ ἵκοιτο Theocr. — ожидая его прихода;δ. πόδα τινός Eur. — ожидать кого-л.13) встречать в боевой готовности, давать отпор, отражать(τινα ἐπιόντα δουρί Hom.; τοὺς πολεμίους Her., Thuc.)
οἱ, sc. πολέμιοι, οὐκ ἐδέξαντο Xen. — неприятель не выдержал натиска;εἰς χεῖρας δ. Xen. — принять рукопашный бой14) непосредственно следовать, примыкать(ἄλλος δ΄ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος Hes.)
δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ Hom. — беда следует за бедой (ср. «пришла беда - отворяй ворота»);ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Her. — тут же за проливом находится Артемисий -
10 εξαθλος
-
11 ευαθλος
-
12 ουρανοστεγης
-
13 πενταθλος
ион. πεντάεθλος ὅ1) искусный в пятиборье(ἀνήρ Her.)
2) перен. всезнающий, всесторонний(ἐν φιλοσοφίᾳ Diog.L.)
-
14 πολυαθλος
-
15 φιλαθλος
-
16 ἆθλον
τὸ ἆθλον / ὁ ἆθλος 1. усилие, подвиг ради первенства; 2. награда за победу на состязаниях (ср. атлет)
См. также в других словарях:
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
άθλος — ο αγώνας, πάλη, κατόρθωμα: Η επιτυχία του νέου αυτού ήταν πραγματικός άθλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἆθλος — ἆ̱θλος , ἆθλος contest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέθλους — ἆθλος contest masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄεθλοι — ἆθλος contest masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόαθλος — καρτερόαθλος, ον (Α) αυτός που πάλεψε με καρτερία, που έδειξε επιμονή και αντοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + άθλος (< ἄθλος), πρβλ. αρίστ αθλος, φίλ αθλος] … Dictionary of Greek
πολύαθλος — ον, ΜΑ αυτός που αριστεύει σε πολλούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἆθλος (πρβλ. εύ αθλος, μυρί αθλος)] … Dictionary of Greek
αθλοσύνη — ἀθλοσύνη, η (Μ) [ἆθλος] άθλος, αγώνισμα … Dictionary of Greek
εύαθλος — εὔαθλος και εὐάεθλος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.) 2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ αθλος] … Dictionary of Greek
μεγάλαθλος — μεγάλαθλος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλους άθλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + ἆθλος (πρβλ. πέντ αθλος)] … Dictionary of Greek