-
1 άγκιστρα
-
2 ἄγκιστρα
-
3 άγκιστρ'
-
4 ἄγκιστρ'
-
5 τάγκιστρα
-
6 τἄγκιστρα
-
7 γυρός
A rounded, curved, crooked, γυρὸς ἐν ὤμοισι round- shouldered, Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29; κέρας, ἄγκιστρα, AP6.255 (Eryc.), 28 (Jul.); κόνις, of a tomb, ib.7.180 (Apollonid.); γ. πάλη, i.e. wrestling, Philostr.Gym.11: [comp] Comp.- ότερος Ael.NA4.34
. -
8 περιπείρω
A put on a spit,π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27
: metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10:—[voice] Pass., to be spitted or pierced,ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80
;Χάρακι Id.19.84
;σκόλοπι Ael.NA7.48
;ὀβελοῖς Luc.Gall. 2
: metaph., to become entangled, ;δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411
, cf. Vett.Val.250.11.II run into,τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2
([voice] Pass.):—[voice] Pass.,ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπείρω
-
9 στρεπτός
A easily twisted, pliant: σ. χιτών was (acc. to Aristarch.) a shirt of chainarmour or mail, Il.5.113, 21.31; σ. λύγοι pliant withes, E.Cyc. 225; σ. κάλωες twisted, Orph.A. 623;ἁρπεδόνα AP6.160
(Antip. Sid.); φλοιὸς σ. ἑλιττόμενος twisted, gnarled, Thphr.HP3.13.2;σ. κεκρύφαλοι
twined, wreathed,AP
6.219.4 (Antip.); θύσανοι ib.225 (Nicaen.); ῥυτίδες ib.5.203 (Mel.);ἐσθῆτες Diog.Oen.10
; κυμάτιον, of a moulding, LXX Ex.25.10(11), al.; τὰ σ. τῶν στύλων, τῶν γλυφῶν ib.3 Ki. 7.41.II Subst. στρεπτός, ὁ (in D.S.5.45, σ. κύκλος), collar of twisted or linked metal,χρύσεος σ. περιαυχένιος Hdt.3.20
, cf. 9.80, Pl.R. 553c, X.Cyr.1.3.2, J.AJ11.6.10:—also [full] στρεπτόν, τό, IG22.1388.28, Men.Epit. 187: pl., Plu.Art.15.2 of pastry, twist, roll, D.18.260, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.13 d, Poll.6.77: also στρεπτόν, τό, Jul.Ep. 180.III metaph., to be bent or turned, στρεπτοὶ καὶ θεοὶ αὐτοί the gods themselves may be turned (by prayer), Il.9.497;σ. φρένες ἐσθλῶν 15.203
; also σ. γλῶσσα glib, plant tongue, 20.248.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρεπτός
-
10 κενοδοξία
κενοδοξία, ας, ἡ (s. next entry)① a vain or exaggerated self-evaluation, vanity, conceit, excessive ambition (Polyb. 3, 81, 9; Plut., Mor. 57d; Lucian, Dial. Mort. 20, 4; Vett. Val. 358, 31; 4 Macc 2:15; 8:19; AscIs 3, 26 and 28; Philo, De Jos. 36; Tat. 32, 1) κατὰ κενοδοξίαν from empty conceit Phil 2:3; IPhld 1:1. In a catalogue of vices (as Cebes 24, 2) 1 Cl 35:5; Hm 8:5.② vain or worthless opinion, illusion, delusion, error (since Epicurus p. 78, 7 Us.; Wsd 14:14; Philo, Mut. Nom. 96, Leg. ad Gai. 114) ἐμπίπτειν εἰς τὰ ἄγκιστρα τῆς κ. be caught on the fishhooks of error IMg 11. φέρεσθαι ταῖς κ. τινός let oneself be misled by someone’s delusions Hs 8, 9, 3.—FWilhelm, RhM 70, 1915, 188; 72, 1917/18, 383f w. many exx.—M-M. TW. Sv. -
11 ἐμπίπτω
ἐμπίπτω fut. ἐμπεσοῦμαι; 2 aor. ἐνέπεσον; pf. ptc. ἐμπεπτωκότας 4 Km 25:11 (Hom.+)① to fall into a particular physical area, fall (in, into) (Dio Chrys. 57 [74], 22 εἰς βόθρον; Jos., Ant. 4, 284 εἰς ὄρυγμα ἐ. βόσκημα) εἰς βόθυνον into a pit (Is 24:18; Jer 31:44) Mt 12:11; Lk 6:39. ἐ. ἐπὶ πῦρ fall into the fire Hv 3, 2, 9.② to experience a state or condition, fall (into/among) in imagery (SIG 1170, 3 εἰς νόσους; PTebt 17, 8f [114 B.C.] εἰς δαπάνας; Just., D. 23, 1 εἰς ἄτοπα … νοήματα; temp. Mel., HE 4, 26, 3 τοῦ πάσχα ἐμπεσόντος … ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις) εἰς τοὺς λῃστάς among robbers (Epict. 3, 13, 3 εἰς λῃστὰς ἐμπ.; Porphyr., Vi. Pyth. 15; cp. Socrat., Ep. 1, 9 εἰς τ. ἱππέας) Lk 10:36; εἰς τὰ ἄγκιστρα τῆς κενοδοξίας ἐ. be caught on the fishhooks of false doctrine IMg 11 (cp. schol. on Pla. 190e ἐμπεσούμεθα εἰς τὸ Πρωταγόρειον δόγμα); ἐ. εἰς χεῖράς τινος fall into someone’s hands (Chariton 8, 3, 7; Alciphron 3, 36, 1; Sir 38:15; Sus 23) GPt 11:48; θεοῦ Hb 10:31 (cp. 2 Km 24:14; 1 Ch 21:13; Sir 2:18; Jos., Ant. 7, 323). εἰς πειρασμόν 1 Ti 6:9 (cp. Diod S 17, 105, 6 ἐνέπεσε εἰς λύπην καὶ φροντίδα; Pr 17:20 εἰς κακά; 1 Macc 6:8 εἰς ἀρρωστίαν). εἰς κρίμα τοῦ διαβόλου 3:6. εἰς ὀνειδισμὸν καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου vs. 7 (cp. 6:9 and Pr 12:13; Sir 9:3). εἰς ταύτας τὰς πράξεις τὰς πολλάς get into these many activities Hm 10, 1, 5. εἰς ἐπιθυμίαν 12, 1, 2 (cp. 1 Ti 6:9.—X., Hell. 7, 5, 6 εἰς ἀθυμίαν; Ael. Aristid. 37 p. 701 D.).③ to originate and so come to attention, set in, arise abs. (Pla., Rep. 8, 545d στάσις; Epict. 2, 5, 10 χειμὼν ἐμπέπτωκε) ζήλου ἐμπεσόντος περί τινος when jealousy arose about someth. 1 Cl 43:2.—M-M. Spicq.
См. также в других словарях:
ἄγκιστρα — ἄγκιστρον fish hook neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄγκιστρα — ἄγκιστρα , ἄγκιστρον fish hook neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκιστρ' — ἄγκιστρα , ἄγκιστρον fish hook neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… … Dictionary of Greek
ονυχοτευθίδα — (onychoteuthis). Γένος δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη των οποίων οι βραχίονες καταλήγουν σε άγκιστρα. Τα άγκιστρα αυτά, σε συνδυασμό με τις μυζητικές κοτύλες, αποτελούν σημαντικότατο σύστημα σύλληψης. Ορισμένα είδη του γένους… … Dictionary of Greek
άγγριφας — και άγριφας, ο σιδερένιο όργανο με άγκιστρα στο ένα άκρο, που χρησιμοποιούν για να ανασύρουν τους κουβάδες που πέφτουν στα πηγάδια (αρπάγη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἄγριφος < μτγν. ουσ. ἀγρίφη (= τσουγκράνα)] … Dictionary of Greek
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες … Dictionary of Greek
αγκιστροποιός — ο αυτός που κατασκευάζει άγκιστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + ποιῶ] … Dictionary of Greek
αγκιστροφόρος — ο αυτός που φέρει άγκιστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄγκιστρον + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek