-
1 ανακωχη
атт. ἀνοκωχή ἥ [ἔχω]1) остановка, прекращение, передышка(κακῶν Thuc.)
2) прекращение военных действий, перемирие(τινι πρός τινα Thuc.)
δι΄ ἀνακωχῆς γενέσθαι τινί Thuc. — иметь соглашение с кем-л. о перемирии3) задержка, замедлениеἀνακωχῆς ἕνεκα τῶν Ἑλληνικῶν Thuc. — для того, чтобы задержать греческие войска
-
2 ασπονδος
21) не освященный возлияниями, т.е. не скрепленный установленными обрядами(ἀνοκωχή Thuc.)
ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι Thuc. — убрать трупы без заключения перемирия2) непримиримый(Ἄρης Aesch.; πόλεμος Dem., Polyb., Plut.; ἔχθρα Plut.)
ἄ. θεός Eur. = θάνατος
См. также в других словарях:
ανοκωχή — ἀνοκωχή, η (Α) 1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα 2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή 3. εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ.… … Dictionary of Greek
ἀνοκωχῇ — ἀνοκωχή stay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχή — stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχαῖς — ἀνοκωχή stay fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχαί — ἀνοκωχή stay fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχή — ἀνοκωχή stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχήν — ἀνοκωχή stay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχῆς — ἀνοκωχή stay fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοκωχήν — ἀνοκωχή stay fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
ανοκωχεύω — ἀνοκωχεύω (Α) [ανοκωχή] 1. (μτβ.) αναχαιτίζω, τραβώ πίσω, εμποδίζω, σταματώ 2. (ως ναυτ. όρος) ανακόπτω την πορεία του πλοίου, το σταματώ στα ανοιχτα 3. (αμτβ. για ανθρώπους) σταματώ για λίγο τον πόλεμο, ησυχάζω … Dictionary of Greek