-
1 ευξενος
ион. εὔξεινος 2гостеприимный(πέλαγος Pind.; ἀνδρῶνες δόμων Aesch.; λιμέν εὐξεινότατος ναύταις Eur.)
-
2 ευτραπεζος
См. также в других словарях:
ἀνδρῶνες — ἀνδρών men s apartment masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)