-
1 ακτις
- ῖνος ἥ1) луч(ἠελίοιο Hom., Aesch.)
ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα (sc. ὄντος τοῦ ἡλίου) Soph. — в среднем направлении южных лучей, т.е. на юге;πρὸς τελευτώσας ἀκτῖνας Eur. — на запад2) сверкание(ἀκτῖνες στεροπᾶς Pind.)
3) молния(Διὸς ἀ. Soph.)
4) сияние, слава(ἐργμάτων, ἀγώνων Pind.)
5) спица (sc. τῆς τροχιᾶς Anth.) -
2 εξιημι
(fut. ἐξήσω, aor. ἐξῆκα)1) выпускать, высылать, отсылать, отпускать(τινὰ ἐς Ἀχαιούς Hom.)
; med. отсылать от себя, прогонятьἐ. τέν γυναῖκα Her. — разводиться с женой;
тж. med. (in tmesi) ἐ. ἔρον τινός Hom. — утолять жажду чего-л., насыщаться чем-л.2) напускать, бросать3) выпускать, выливать(τέν κεδρίην ἔκ τινος Her.)
4) выпускать, выделять(αἰθέρα βαρὺν φάρυγος Eur.; τὸν θορόν Arst.)
ἀφρὸν ἐξιείς Eur. — покрытый пеной5) испускать, излучать(ἀκτῖνας Eur.)
6) распускать(ἱστίον ἀνεμόεν Pind.)
πάντα κάλων ἐ. погов. Eur., Arph. — распускать все снасти, т.е. пускать в ход все средства7) изливаться, впадать(ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον Her.; ἐς θάλασσαν Thuc.)
-
3 σκεδαννυμι
(fut. σκεδάσω - атт. σκεδῶ, aor. ἐσκέδασα - эп. σκέδασα; pass.: aor. ἐσκεδάσθην, pf. ἐσκέδασμαι)1) рассеивать, разгонять(σ. ἠέρα Hom.; πάχνην ἑῴαν σ. Aesch.)
σ. ὕπνον Soph. — отгонять сон;σ. κήδεα ἀπὸ θυμοῦ Hom. — изгонять из души печальные мысли;(οἱ Ἴωνες) ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας Her. — ионяне рассеялись по городам;ἥ ὄψις ἐσκεδασμένη Xen. — рассеянное, т.е. неясное зрение2) распространять, разбрасывать, изливать(ἀκτῖνας Aesch.)
τῶν (Ἀχαιῶν) αἷμα σ. Hom. — лить кровь ахейцев;ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου ἀνὰ τέν πόλιν Her. — когда по городу распространилась молва3) распускать, отпускать, отсылать(λαόν Hom.)
4) разбивать на куски, сокрушать(τέν αἰχμέν Ποσειδῶνος Aesch.)
См. также в других словарях:
ἀκτῖνας — ἀκτίς ray fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτίνας — ἀκτίνᾱς , ἄκτινος of elder wood fem acc pl ἀκτίνᾱς , ἄκτινος of elder wood fem gen sg (doric aeolic) ἀκτίνᾱς , ἀκτίνη fem acc pl ἀκτίνᾱς , ἀκτίνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της … Dictionary of Greek
αντικατοπτρισμός — Ονομασία διαφόρων οπτικών φαινομένων, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι υπό καθορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες οι φωτεινές ακτίνες παθαίνουν μια καμπύλωση, εξαιτίας της οποίας φτάνουν στο μάτι δύο είδωλα του ίδιου αντικειμένου. Ο α. οφείλεται… … Dictionary of Greek
εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek