-
1 кривая
η καμπύλ/ηаппроксимиро-вать - ую отрезками прямой υπολογίζω το μήκος της - ης με μικρές ευθείεςнепрерывная - см. сплошная -сигмоидальная мат. - σιγμοειδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кривая
-
2 действие
1. (деятельность, работа, функционирование) η λειτουργί/αη ενέργεια, η δράσηη κίνηση, η πράξηнаходиться в - и βρίσκομαι σε κίνηση/λειτουργία- рычага η μόχλωση, η μόχλευση2. (результат, эффект) η επίδραση, το αποτέλεσμαответное - η ανταπόκριση, η αντίδρασηотравляющее - η δηλητηρίαση, η τοξική παρενέργειαпоражающее - βλαβερή -, η προσβολή, разрушающее - καταστρεπτική -, разъедающее - διαβρωτική -, - силы тяжести - της δύναμης της βαρύτητας, тепловое - θερμική -ударное - της κρούσης, η κρούση3. (функционирование) η λειτουργία, η απόδοση, η επίδοση 4. мат. η πράξη 5. (поступок) η πράξη 6. (договора, соглашения) η ισχύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > действие
-
3 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
4 линза
ο φακόςменисковая - μηνισκοειδής -, συγκεντρωτικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линза
-
5 наведение
(управление полётом) η καθοδήγηση, η πλοήγηση, η διεύθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наведение
-
6 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
7 ракета-торпеда
ο πύραυλος-τορπίληη τορπίλη (φερόμενη από ναυτικό υπερηχητικό πύραυλο ακτίνας μέχρι 50 χιλιομέτρων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета-торпеда
-
8 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
9 уширение
1. (увеличение в ширину) το φάρδεμα, το πλάτεμαη (δια)πλάτυνσηпоперечное - (прок.) εγκάρσιο -2. (уширенное место) το φαρδεμένο/(δια)πλατυσμένο μέρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уширение
-
10 спицевый
κ. спицевойεπ.της ακτίνας. || με ακτίνες•-ые колса τροχοί με ακτίνες.
См. также в других словарях:
ἀκτῖνας — ἀκτίς ray fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτίνας — ἀκτίνᾱς , ἄκτινος of elder wood fem acc pl ἀκτίνᾱς , ἄκτινος of elder wood fem gen sg (doric aeolic) ἀκτίνᾱς , ἀκτίνη fem acc pl ἀκτίνᾱς , ἀκτίνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της … Dictionary of Greek
αντικατοπτρισμός — Ονομασία διαφόρων οπτικών φαινομένων, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι υπό καθορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες οι φωτεινές ακτίνες παθαίνουν μια καμπύλωση, εξαιτίας της οποίας φτάνουν στο μάτι δύο είδωλα του ίδιου αντικειμένου. Ο α. οφείλεται… … Dictionary of Greek
εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek