-
1 поворот
поворот м 1) (действие) το γύρισμα, το στρίψιμϊ) 2) (дороги, реки) η καμπή, η στροφή; правый (левый) \поворот η δεξιά (αριστερά) στροφή· на \повороте дороги στο γύρισμα του δρόμου 3) перен. η αλλαγή, η καμπή* * *м1) ( действие) το γύρισμα, το στρίψιμο2) (дороги, реки́) η καμπή, η στροφήпра́вый (ле́вый) поворо́т — η δεξιά (αριστερά) στροφή
на поворо́те доро́ги — στο γύρισμα του δρόμου
3) перен. η αλλαγή, η καμπή -
2 обочина
-
3 вести
веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.1. μ. οδηγώ, προσάγω•вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.
|| βαδίζω επικεφαλής•вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.
|| οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.
3. κατευθύνω•все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.
4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•
они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.
5. φέρω, άγω• καταλήγω•куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;
μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.
6. απρόσ. σκεβρώνω•доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.
7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•вести протокол κρατώ πρακτικό•
вести дневник κρατώ ημερολόγιο•
вести записи κρατώ σημειώσεις•
вести огонь ανάβω φωτιά•
вести знакомство πιάνω γνωριμία•
вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•
вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•
вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•
вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).
εκφρ.вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•-утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.
2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.
3. απρόσ. υνηθίζεται•так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.
4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.
-
4 сбить
собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.1. καταρρίπτω χτυπώντας•сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•
сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•
сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.
|| αποσπώ• σπάζω•сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.
|| απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),
2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•сбить каблук χαλνώ το τακούνι•
сбить подковы φθείρω τα πέταλα.
|| γρατσουνιζω, εκδέρω.3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•
сбить планы χαλνώ τα σχέδια.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•сбить с дороги εκτρέπω της οδού.
5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•
на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.
7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.
|| χτυπώ., προκαλώ πτώση•сбить цену χτυπώ την τιμή.
8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•сбить полы φτιάχνω πατώματα•
сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.
9. μαζεύω, συγκεντρώνω•сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.
|| δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.10. χτυπώ, δέρνω•сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.
|| (για μαλλιά)• ανακατώνω.11. εξάγω, βγάζω•сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).
|| ετοιμάζω, φτιάχνω•сбить шерсть ξένω το μαλλί•
сбить печь φτιάχνω φούρνο.
εκφρ.сбить спесь (гонор, форс – κ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•
галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•
шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•
пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.
|| αποτυχαίνω•дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).
2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.
ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.
6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.εκφρ.сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο. -
5 балластировка
1. мор. о ερματισμός, το σαβούρωμα (ξεν.) 2. (дороги) η επίστρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > балластировка
-
6 извилина
1. (реки) о μαίανδρος, η στροφή, η καμπή 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου), η «φουρκέτα» 3. анат. η έλικ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > извилина
-
7 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
8 перегон
1. (участок пути между двумя станциями) το τμήμα, η απόσταση (διανυόμενη μεταξύ δυο στάσεων), το «σκέλος» 2. (действие) η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перегон
-
9 подъём
1. (поднятие, поднимание) η ανύψωση, η άρση 2. (уклон дороги) η ανηφόρα, ο ανήφοροςкрутой - απότομη - 3 ав. (набор высоты) η άνοδος, η ανάβαση4. (рост, развитие) η ανάπτυξη, η άνοδος 5. (воодушевление) ο ενθουσιασμός 6. (верхняя часть стопы) το κουντεπιέ, κουτεπιέ (ξεν.), το πάνω μέρος της καμάρας του πέλματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъём
-
10 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
11 проведение
1. (черты, линии) η χάραξη 2. (прокладка) η χάραξη, (напр. дороги) η κατασκευή, η εγκατάσταση, (электричества, газа) η σύνδεση 3. (осуществление) η εκτέλεση, η διενέργεια, η διεξαγωγή 4. (через что-л.) η οδήγηση 5. (соору-жение, построение) η κατασκευή ^(принятие решения, утверждения) η έγκριση 7. (оформление, записывание) η εγγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проведение
-
12 прокладка
1. (уплотнительная деталь) το παρέμβυσμαводонепроницаемая - υδατοστεγές -, υδατοστεγανό -резиновая - λαστιχένιο/ελαστικό -2. (проставочная деталь) το διαχωριστικό (τεμάχιο/στοιχείο) 3. (операция укладки или проводки) η τοποθέτηση, η κατασκευή, η χάραξηрельсовая - των τροχιογραμμών/ραγών4. (линии, пути) (нвг.) η χάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладка
-
13 разметка
1. (действие) το σημάδεμα, η σημείωση, η χάραξητο μαρκάρισμα2. (знак, метка) το σημάδι, το σημείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разметка
-
14 шпалеры
мн. 1. (обивочные ткани, обои) η ταπετσαρία του τοίχου 2. (натянутая проволока, решётки, по которым вьётся растение) η πέργκολα, η κατασκευή από μακρόστενους ράβδους που σχηματίζουν ρόμβους, πάνω στα οποία αναρριχώνται τα φυτά 3. (ряды деревьев, кустов по обеим сторонам дороги) τα δέντρα/οι θάμνοι εκατέρωθεν της οδού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпалеры
-
15 гость
гость м о ξένος, ο φιλοξενούμενος, о καλεσμένος, ο μουσαφίρης ο επισκέπτης (посетитель) быть в \гостьях είμαι επίσκεψη встречать \гость ей υποδέχομαι τους καλεσμένους идти в \гостьи πηγαίνω επίσκεψη позвать в \гостьи προσκαλώ για επίσκεψη дорогие \гостьи οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι* * *мο ξένος, ο φιλοξενούμενος, ο καλεσμένος, ο μουσαφίρης; ο επισκέπτης ( посетитель)быть в гостя́х — είμαι επίσκεψη
встреча́ть госте́й — υποδέχομαι τους καλεσμένους
идти́ в гости — πηγαίνω επίσκεψη
позва́ть в гости — προσκαλώ για επίσκεψη
дороги́е гости — οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι
-
16 сойти
сойти κατεβαίνω* \сойти с лестницы κατεβαίνω τη σκάλα; \сойти с дороги εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ· вы сойдёте на этой остановке? θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση; \сойтись (собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι* * *сойти́ с ле́стницы — κατεβαίνω τη σκάλα
сойти́ с доро́ги — εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ
вы сойдёте на э́той остано́вке? — θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση
-
17 замести
заме||сти́сов см. заметать Г \заместило́ все дороги безл σκεπάστηκαν ὅλοι οἱ δρόμοι ἀπό χιόνι. -
18 изгиб
изгибм ἡ καμπή, ἡ στροφή, τό γύρισμα:\изгиб дороги ἡ στροφή τοῦ δρόμου· \изгиб реки́ ἡ καμπή τοῦ ποτάμιου. -
19 конец
кон||ецм1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):\конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι. -
20 обочина
обочинаж (дороги) ἡ ἄκρη τοῦ δρόμου.
См. также в других словарях:
Дороги инков — Дороги инков (кечуа Qhapaq Ñan Кхапак Ньан Великая Дорога) сеть многочисленных мощёных … Википедия
Дороги меняют цвет — Дороги меняют цвет … Википедия
Дороги Индии — Caminho das Índias … Википедия
ДОРОГИ — Благими намерениями вымощен ад и многие наши дороги. Тадеуш Гицгер Дороги на самом деле не ремонтируют, а только перемещают дорожные ямы, чтобы водителю было их труднее запомнить. Херб Шрайнер В России две напасти: дураки и дороги. В России нет… … Сводная энциклопедия афоризмов
Дороги отчаяния (фильм) — Дороги отчаяния Desperate Trails Жанр вестерн Режиссёр Джон Форд В главных ролях Гарри Кэри Ирен Рич … Википедия
Дороги к прекрасному — Страна: СССР Язык оригинала: Русский … Википедия
Дороги отчаяния — Desperate Trails Жанр вестерн Режиссёр Джон Форд В главных ролях Гарри Кэри Ирен Рич … Википедия
Дороги Индии (телесериал) — Дороги Индии Caminho das Índias Жулиана Паес исполнила главную роль в телесериале Жан … Википедия
Дороги расходятся — кого, чьи. ДОРОГИ РАЗОШЛИСЬ кого, чьи. Из за расхождения взглядов, убеждений прекращаются (прекратились) связи, общение между кем либо. Романтик сказал бы: я чувствую, что наши дороги начинают расходиться, а я просто говорю, что мы друг другу… … Фразеологический словарь русского литературного языка
Дороги разошлись — ДОРОГИ РАСХОДЯТСЯ кого, чьи. ДОРОГИ РАЗОШЛИСЬ кого, чьи. Из за расхождения взглядов, убеждений прекращаются (прекратились) связи, общение между кем либо. Романтик сказал бы: я чувствую, что наши дороги начинают расходиться, а я просто говорю, что … Фразеологический словарь русского литературного языка
дороги с преимущественным правом проезда Олимпийского транспорта — Дороги или дорожные полосы, право преимущественного проезда по которым предоставляется Олимпийскому транспорту, однако не являющиеся Олимпийскими полосами движения. [Департамент лингвистических услуг Оргкомитета «Сочи 2014». Глоссарий … Справочник технического переводчика