Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(очень

  • 101 далёкий

    επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.
    1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•

    далёкий путь μακρινός δρόμος•

    -ие страны μακρινές χώρες•

    -ое будущее απώτερο μέλλον•

    -ое прошлое μακρινό παρελθόν•

    далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).

    2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•

    он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•

    ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•

    они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•

    я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•

    я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....

    3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•

    он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > далёкий

  • 102 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 103 дёшево

    επίρ.
    1. φτηνά•

    очень дёшево πάμφτηνα.

    2. εύκολα, χωρίς δυσκολία•

    дёшево отделаться τη γλυτώνω φτηνά•

    это вам дёшево не пройдт αυτό δε θα σας περάσει έτσι•

    дёшево стоит δεν έχει καμιά σημασία•

    дёшево и сердито εύκολα και καλά.

    Большой русско-греческий словарь > дёшево

  • 104 дешёвый

    επ., βρ: дшев, дешева, дшево.
    1. φτηνός•

    дешёвый товар φτηνό εμπόρευμα•

    -ые цены χαμηλές τιμές•

    дешёвый труд φτηνή δουλειά•

    очень дешёвый πάμφτηνος.

    2. μτφ. ασήμαντος, αναξιόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > дешёвый

  • 105 дорого

    επίρ.
    ακριβά•

    очень дорого πολύ ακριβά, πανάκριβα•

    он дорого продал αυτός το πούλησε ακριβά•

    дорого заплатить πληρώνω ακριβά•

    дорого да мило ακριβό, όμως καλό.

    Большой русско-греческий словарь > дорого

  • 106 дорожить

    -жу, -жишь
    ρ.δ.
    εκτιμώ, λογαριάζω, υπολογίζω•

    им на службе очень -ат στην υπηρεσία πολύ τον εκτιμούν ή αυτός στην υπηρεσία χαίρει, μεγάλης εκτίμησης.

    || φυλάγω, προσέχω να μη χάσω, υπολογίζω, μετρώ•

    дорожить каждой минутой υπολογίζω και. το κάθε λεπτό•

    своим временем φείδομαι, χρόνου•

    он не –йт своею жизнью αυτός δεν λογαριάζει τή ζωή του•,своею честью κρατώ ψηλά την τιμή μου.

    πουλώ ακριβότερα, ζητώ περισσότερα.

    Большой русско-греческий словарь > дорожить

  • 107 дурно

    1. επίρ. άσχημα, κακά, -ώς•

    он поступил очень дурно αυτός συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα•

    дурно воспитанный κακοαναθρεμμένος•

    дурно обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον.

    2. (ως κατηγ.) είμαι, αισθάνομαι άσχημα•

    ей дурно αυτή αισθάνεται άσχημα•

    мне дурно αισθάνοααι άσχημα•

    ей стало дурно αυτή έγινε χειρότερα•

    ему сделалось дурно αυτός κόντεψε να λιποθυμήσει.

    Большой русско-греческий словарь > дурно

  • 108 жалко

    επίρ, ελεεινά, οικτρά, άθλια κλπ. επ. || ως κατηγ. είναι κρίμα•

    жалко смотреть на него είναι κρίμα να τον βλέπεις, είναι αξιολύπητος•

    мне его очень жалко λυπάμαι πολύ γι αυτόν•

    жалко если дело не удастся είναι κρίμα αν δεν πετύχει η υπόθεση.

    || δυστυχώς.

    Большой русско-греческий словарь > жалко

  • 109 жаль

    επιφ. με σημ. κατηγ.
    (είναι) κρίμα, λυπηρό, λυπάμαι, συμπονώ, σπλαχνίζομαι, ψυχοπονώ•

    мне тебя жаль σε λυπάμαι•

    жаль парня κρίμα το παλικάρι•

    жаль на него смотреть είναι νατον βλέπεις και να λυπάσαι•

    мне стало жаль его τον λυπήθηκα•

    он так скуп, что ему жаль куска хлеба είναι τόσο τσιγγούνης, που λυπάται ένα κομμάτι ψωμί•

    мне жаль итого человека λυπάμαι αυτόν τον άνθρωπο•

    мне жаль потраченного времени κρίμα το χρόνο που έχασα•

    мне жаль, что вы уезжаете λυπούμαι πού φεύγετε•

    жаль, что он уехал κρίμα που έφυγε•

    мне жаль, что я уехал λυπάμαι που έφυγα•

    мне жаль слышать это μου προκαλεί λύπη να το ακούω•

    жаль брата κρίμα τον αδερφό•

    (это) очень жаль (αυτό) είναι πολύ λυπηρό.

    || δυστυχώς•

    поесть-то здесь жаль нечего δυστυχώς, εδώ δεν έχει τίποτε για φαί.

    Большой русско-греческий словарь > жаль

  • 110 желательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;, επιθυμητός, ευκταίος•

    ваше присуствие очень -о η παρουσία σας είναι πολύ επιθυμητή.

    Большой русско-греческий словарь > желательный

  • 111 зад

    -а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы а.
    1. το πισινό μέρος• τα νώτα•

    стать (ή повернуть(ся) -ом кому γυρίζω τις πλάτες σε κάποιον•

    она надела платье -ом наперед αυτή έντυσε το φόρεμα ανάποδα (το πίσω μπροστά)•

    зад у телеги очень узок το πισινό μέρος του αμαξιού είναι πολύ στενό.

    || (για ζώα) τα καπούλια. || ο πισινός του ανθρώπου•

    он ударил его в зад τον χτύπησε στον πισινό.

    2. πλθ. зады, -ов το πίσω μέρος των σπιτιών, οδών κ. τ.τ.
    3. πλθ. τα προηγούμενα, τα περασμένα•
    επαναλαβαίνω τα περασμένα (μαθήματα κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > зад

  • 112 занятый

    επ. από μτχ.
    απασχολημένος•

    он очень занят αυτός είναι πολύ απασχολημένος•

    я ничем не занят είμαι ελεύθερος, δεν απασχολούμαι, με τίποτε•

    у меня руки -ы έχω τα χέρια πιασμένα•

    все места -ы όλες οι, θέσεις είναι πιασμένες•

    на предприятии -о 600 рабочих στην επιχείρηση απασχολούνται 600 εργάτες.

    Большой русско-греческий словарь > занятый

  • 113 здоровиться

    -ится ρ.δ.
    απρόσ. как -ится? πως έχει, (πάει) η υγεία;•

    не очень -ится δεν πάει και καλά η υγεία.

    Большой русско-греческий словарь > здоровиться

  • 114 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 115 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

  • 116 недовольный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; δυσαρεστημένος• κακοκαρδισμένος στενοχωρημένος•

    очень недовольный πολΰ δυσαρεστημένος, πικραμένος, φαρμακωμένος•

    недовольный взгляд ματιά δυσαρέσκειας, επιτιματικό βλέμμα.

    || ανικανοποίητος•

    недовольный ответом ανικανοποίητος από την απάντηση•

    недовольный вид μορφή (όψη) ανικανοποίητη.

    Большой русско-греческий словарь > недовольный

  • 117 нужно

    απρόσ. ως κατηγ. χρειάζεται, είναι αναγκαίο, απαραίτητο πρέπει•

    дайте мне всё, что нужно для писания δόστε μου ό,τι χρειάζεται για γράψιμ•

    если будет нужно αν χρειαστεί, αν παραστεί ανάγκη•

    кого вам-Τποιόν θέλετε;•

    он не знает как нужно обращаться с лгадми αυτός δεν ξέρει πως πρέπει να συμπεριφέρεται με τους ανθρώπους•

    мне нужно его видеть είναι ανάγκη να τον ιδώ•

    если нужно я прийду αν χρειαστεί, θα έρθω•

    мне нужно с вами поговорить πρέπει να μιλήσω μαζί σας•

    что вам -? τι θέλετε;

    εκφρ.
    очень нужноκ. παλ. куда как нужно αυτό χρειάζεται ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > нужно

  • 118 нужный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно, нужны; αναγκαίος, χρειαζούμενος, χρειώδης• απαραίτητος•

    -ые вещи χρειαζούμενα πράγματα•

    -человек απαραίτητος άνθρωπος•

    я нахожу -ым сделать это βρίσκω (θεωρώ, κρίνω) αναγκαίο να το κάνω αυτό•

    давать -ые указания δίνω τις απαραίτητες οδηγίες•

    вот тот, кто мне -жен! να ο άνθρωπος που μου χρειάζεται!•

    скажите ей, что она мне очень -жна πέστε της ότι τη θέλω οπωσδήποτε.

    Большой русско-греческий словарь > нужный

  • 119 обязанный

    επ., βρ: -зан, -а, -о
    υποχρεωμένος• υπόχρεος•

    я -зан помочь ему είμαι υποχρεωμένος να τον βοηθήσω•

    считить себя -ым θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο•

    я -зан сказать правду οφείλω να πω την αλήθεια•

    я вам очень -зан σας είμαι πολύ υπόχρεος.

    Большой русско-греческий словарь > обязанный

  • 120 обязательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно,•
    1. υποχρεωτικός απαραίτητος•

    -ое посещение занятий υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων•

    постановление обязательный -ое для всех η απόφαση είναι υποχρεωτική για όλους•

    всеобщее -ое обучение γενική υποχρεωτική εκπαίδευση.

    2. εξυπηρετικός• επικουρικός•

    очень обязательный человек πολύ εξυπηρετικός άνθρωπος.

    || παλ. ευγνώμονας.
    εκφρ.
    обязательный экземпляр – υποχρεωτικό αντίτυπο έκδοσης έργου (για βιβλιοθήκες, ιδρύματα).

    Большой русско-греческий словарь > обязательный

См. также в других словарях:

  • очень — очень …   Русский орфографический словарь

  • очень — • очень абстрактный • очень агрессивный • очень аккуратный • очень активный • очень алчный • очень бдительный • очень бедный • очень безвкусный • очень бездарный • очень беззаботный • очень безобидный • очень безобразный • очень беспечный • очень …   Словарь русской идиоматики

  • ОЧЕНЬ — Семантическая история слова, проникшего в литературный язык из областной народной речи и не получившего сразу всех прав литературного гражданства, не может быть восстановлена без изучения его употребления в живых народных говорах. Материалов,… …   История слов

  • очень — Весьма, безгранично, бесконечно, крайне, невыносимо, необыкновенно, непомерно, разительно, сильно, страшно, ужасно, в высшей степени, адски, донельзя, дюже, вконец, колоссально, неимоверно, непроходимо, несказанно, чрезвычайно, больно, далеко,… …   Словарь синонимов

  • ОЧЕНЬ — ОЧЕНЬ, вост. оченно, нареч. усиленья; весьма, крайне чрезвычайно сев. порато, вост. больно (от большой?), южн. дюже, зап. дюжа (малорос. дуже); крепко, шибко, сильно, гораздо: твер. дрянно, церк. вельми. Очень много, мало. Очень хорошо, худо.… …   Толковый словарь Даля

  • ОЧЕНЬ — ОЧЕНЬ, нареч. В сильной степени, весьма. «Карл Иванович был очень не в духе.» Л.Толстой. «Очень бы ему хотелось отдохнуть в деревне.» Герцен. «Оклады тогда шли не очень, чтобы сказать, большие.» Короленко. «Вкусу очень мало у нас и в наших именах …   Толковый словарь Ушакова

  • ОЧЕНЬ — ОЧЕНЬ, нареч. В сильной, высокой степени. О. интересная книга. Учится он не о. или не так чтобы (не то чтобы) о. (так себе; разг.). • Очень может быть (разг.) вполне вероятно, вполне допустимо. Очень может быть, что он и придёт. Очень надо!… …   Толковый словарь Ожегова

  • очень —     ОЧЕНЬ, баснословно, безгранично, безмерно, бесконечно, беспредельно, беспримерно, довольно таки, исключительно, крайне, мучительно, невероятно, неимоверно, необыкновенно, необычайно, нечеловечески, ошеломляюще, поразительно, порядочно,… …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • очень — • очень, весьма, сильно Стр. 0747 Стр. 0748 Стр. 0749 Стр. 0750 Стр. 0751 Стр. 0752 …   Новый объяснительный словарь синонимов русского языка

  • очень — — [А.С.Гольдберг. Англо русский энергетический словарь. 2006 г.] Тематики энергетика в целом EN veryvy …   Справочник технического переводчика

  • очень — нар., употр. наиб. часто 1. Если вам очень нравится, неприятно и т. п. что либо, значит, вам это нравится, неприятно и т. п. в сильной степени. Мне бы очень хотелось побывать в Мексике. | Он произвёл на меня очень хорошее впечатление. | Сегодня я …   Толковый словарь Дмитриева

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»