Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(он+умер)

  • 1 умереть

    умру, умршь, παρλθ. χρ. умер
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. умерший
    ρ.σ.
    1. πεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώ• τελευτώ πέφτω•

    умереть он умер два года тому назад αυτός πέθανε πριν δυο χρόνια•

    они -ли за родину αυτοί πέθαναν (έπεσαν) για την πατρίδα.

    2. μτφ. εξαφανίζομαι, σβήνω, χάνομαι•

    дело наших отцов никогда не -т το έργο των πατέρων μας ποτέ δε θα πεθάνει (είναι αθάνατο).

    εκφρ.
    хоть умри – πάσει θυσία, και με θάνατο ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > умереть

  • 2 нет!

    нет||!
    ἔ, ὄχι!, ἔ, ὄχι δά!· право же \нет! ὄχι μά τήν ἀλήθεια·
    2. частица усил. разг (обычно не переводится):
    \нет!, ты только посмотри́, что за прелесть! γιά κύταξε τί ἀριστούργημα!·
    3. безл (не имеется) δέν ὑπάρχει, δέν ἔχω:
    \нет! писем δέν ὑπάρχουν γράμματα· \нет! сомнения δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία· у него́ \нет! средств δέν ἔχει τά μέσα· у меня \нет! времени δέν ἔχω καιρό· \нет! ничего удивительного τίποτε τό περίεργον чего́ там только \нет! καί τί δέν ἔχει·
    4. безл (об отсутствии определенных лиц) перев. личн. формами δέν είμαι:
    их \нет! в саду δέν εἶναι στον κήπο· его \нет! αὐτός ἀπουσιάζει, δέν εἶναι ἐδῶ· сестры \нет! дома ἡ ἀδελφή δέν εἶναι στό σπίτι· там никого \нет! δέν ὑπάρχει κανείς ἐκεϊ· его \нет! больше (он умер) αὐτός δέν ὑπάρχει πλέον, (ἀ)πέθανε· ◊ она \нет! да и напишет ποῦ καί ποῦ γράφει· \нет! как \нет! ἄφαντος ἐγινε· свести на \нет! ἐκμηδενίζω· на \нет! и суда \нет! погов. ἀφοῦ δέν ἔχεις τί νά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > нет!

  • 3 верно

    επίρ.
    1. πιστά, αφοσιωμένα•

    служить верно υπηρετώ πιστά.

    || σωστά•

    решить задачу верно λύνω το πρόβλημα σωστά.

    2. αλήθεια, αληθηνά, πραγματικά, σίγουρα•

    верно ли что он умер αλήθεια, αυτός πέθανε; είναι σωστό ότι αυτός πέθανε;

    3. πιθανώς.

    Большой русско-греческий словарь > верно

  • 4 завещание

    ουδ.
    διαθήκη•

    оставлять завещание αφήνω διαθήκη•

    словесное завещание προφορική διαθήκη•

    он умер без -я αυτός πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη•

    по -го поста τη διαθήκη, σύμφωνα με τη διαθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > завещание

  • 5 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 6 рано

    επίρ.
    και ως κατηγ. (ε)νωρίς• πρόωρα•

    рано вечером νωρίς το βράδυ•

    ещё рано είναι ακόμα νωρίς•

    я всегда встаю рано εγώ πάντοτε σηκώνομαι νωρίς (το πρωί)•

    он рано умер αυτός πέθανε πρόωρα.

    εκφρ.
    рано или поздно – (απλ.) αργά ή γρήγορα (κάποτε)•
    раным— – πολύ-πολύ νωρίς (το πρωί).

    Большой русско-греческий словарь > рано

  • 7 точно

    επίρ.
    1. ακριβώς, με ακρίβεια•

    он всё далает точно αυτός όλα τα κάνει με ακρίβεια•

    точно определить расстояние καθορίζω ακριβώς την απόσταση•

    переписать текст точно αντιγράφω το κείμενο με ακρίβεια.

    2. (με τις λέξεις: такой, тот, так) εντελώς, πλήρως• ολοσχερώς•

    -такой пиджак εντελώς το ίδιο σακκάκι.

    3. αλήθεια, πραγματικά, σωστά•

    да точно умер его отец? αλήθεια, πέθανε ο πατέρας του;

    4. точнее συγκρ. β. ακριβέστερα, για μεγαλύτερη ακρίβεια, για να είμαι πιο ακριβής.
    σύνδ.
    1. ακριβώς σαν. || σαν, ωσάν.
    2. μόριο• φαίνεται, σάμπως.

    Большой русско-греческий словарь > точно

  • 8 удар

    α.
    1. χτύπημα•

    нанести удар καταφέρω χτύπημα•

    удар молотком χτύπημα με το σφυρί•

    отвести от себя удар αποφεύγω (αποκρούω) το χτύπημα•

    одним -ом με ένα χτύπημα.

    || χτύπος• κρότος•

    -ы топора τα χτυπήματα του τσεκουριού•

    подземные -ы υπόγειοι κρότοι.

    2. μτφ. πλήγμα• δεινό•

    -ы судьбы τα χτυπήματα της τύχης•

    перенести удар υπομένω το πλήγμα.

    3. ορμητική επίθεση ή χτύπημα•

    молненосный -κεραυνοβόλο πλήγμα•

    фяанговый удар πλευρική επίθεση•

    решительный удар αποφασιστικό χτύπημα.

    4. αποπληξία•

    он внезапно умер от -а αυτός ξαφνικά πέθανε από αποπληξία.

    εκφρ.
    под -ом (быть, находить(ся) – α) απειλούμαι από χτύπημα ή επίθεση• βρίσκομαι σε κίνδυνο, β) βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση•
    ставить под – βάζω σε κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > удар

  • 9 уже

    συγκρ. βαθμός του επ. узкий και του επίρ. узко.
    1. επίρ. πιά, ήδη, τώρα πιά, κιόλας•

    он уже не ребёнок τώρα πιά αυτός δεν είναι παιδάκι•

    фрукты уже созрели, τα φρούτα πια ωρίμασαν•

    уже три года, как он.умер πάνε πιά τρία χρόνια, που αυτός πέθανε.

    2. μόριο επιτακτικό• πια, ήδη, πλέον•

    он уже не вернтся αυτός δε θαγυρίσει πιά•

    это уже не шутка αυτό πια δεν είναι αστείο.

    Большой русско-греческий словарь > уже

  • 10 шевелить

    -велю, -велишь
    ρ.δ.
    1. μ. κινώ, κουνώ, σαλεύω, σείω•

    ветер -ит сучья деревьев ο άνεμος κουνά τα κλαδιά των δέντρων.

    || ανακατώνω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, ανασκαλίζω•

    шевелить соко αναστρέφω το χόρτο (για να ξεραθεί)•

    шевелить угли в печке ανασκαλίζω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    2. μτφ. ανακινώ, αναδεύω• διεγείρω• κινώ, βάζω σε κίνηση•

    старые воспоминания ανακινώ παλαιές αναμνήσεις•

    он такой вялый; надо его шевелить είναι τόσο νωθρός, που πρέπει συχνά να τον τσινάς.

    3. θροώ, θροϊζω.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι•

    листья -лятся от ветра τα φύλλα κουνιούνται από τον άνεμο•

    в строю шевелить нельзя στη σύνταξη δεν επιτρέπεται η κίνηση•

    он ещё не умер, -ится αυτός ακόμα δεν πέθανε, κουνιέται.

    2. μτφ. αναδεύομαι, ανακινούμαι, διεγείρομαι. || ταράσσομαι, αρχίζω να αντιδρώ.
    3. (προστκ.)
    ись
    -йтесь (παρότρυνση για δράση) κουνήσου, κουνηθείτε.
    εκφρ.
    - ятся деньгиπαλ. υπάρχουν χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > шевелить

См. также в других словарях:

  • Умер великий Пан! — Из легенды, изложенной древнегреческим историком Плутархом (ок. 45 127) в его сочинении «Об упадке оракулов» (гл. 17). Однажды в царствование императора Тиберия из Пелопоннеса (Греция) в Италию шел корабль с грузом и людьми. Когда он проходил… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • Умер телок - опростал хлевок. — Умер телок опростал хлевок. Корова пала стойло опростала. См. ГОРЕ УТЕШЕНИЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Умер да лежит, а некому потужить. — Умер да лежит, а некому потужить. См. ЖИЗНЬ СМЕРТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Умер медведь - и пляска стала. — Умер медведь и пляска стала. См. РАБОТА ПРАЗДНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Умер от воли Божьей. — (от грозы). См. СУЕВЕРИЯ ПРИМЕТЫ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Умер популярный игрок "Что? Где? Когда?" Дмитрий Коноваленко — 1 февраля 2007 года скончался Дмитрий Коноваленко. В последнее время работал экспертом Фонда Эффективной Политики, руководил отделом. В элитарном клубе «Что? Где? Когда?» играл с 1997 года. В клуб пришел в составе команды новичков… …   Энциклопедия ньюсмейкеров

  • Умер, Магда — Магда Умер …   Википедия

  • УМЕР - ШМУМЕР, ЛИШЬ БЫ БЫЛ ЗДОРОВ! — Примите глубочайшее соболезнование. Вы знаете, пока вы отдыхали аж в самой Трандоферовке, у нас во дворе таки имелось событие. Зяма никого не предупредил, а взял и сам себе умер. Я вас прошу, умер шмумер, лишь бы был здоров! С этими курортами… …   Большой полутолковый словарь одесского языка

  • умер от полученных в бою ран — miręs nuo mūšyje gautų žaizdų statusas T sritis apsauga nuo naikinimo priemonių apibrėžtis Kovinių nuostolių rūšis; prie kovinių nuostolių priskiriami tie, kurie mirė nuo žaizdų ar kitų sužalojimų mūšyje po suteiktos medicinos pagalbos.… …   Apsaugos nuo naikinimo priemonių enciklopedinis žodynas

  • УМЕР-ШМУМЕР, ЛИШЬ БЫ БЫЛ ЗДОРОВ — вариант соболезнования …   Язык Одессы. Слова и фразы

  • Бог умер — Философия жизни …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»