Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ноги)

  • 61 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 62 отнять

    -ниму, -нимешь κ. (παλ. κ. απλ.) отныму, отнимешь (κλίση από το ρ. отьять) ; παρλθ. χρ. отнял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, αποσπώ αρπάζω. || ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι υπεξαιρώ.
    2. παίρνω, τραβώ, αν.αμερίζω.
    3. (ιατρ,)- ακρωτηριάζω, αποκόπτω•

    отнять руку κόβω το χέρι.

    4. μτφ. στερώ•

    двадцать лет жизни он отнял у меня αυτός μου έφαγε (έκοψε) είκοσι χρόνια ζωή•

    эта работа у меня -ла много времени αυτή η δουλειά μού φάγε πολύ χρόνο.

    5. (μαθ.) αφαιρώ•
    αφαιρέσομε πέντε.
    εκφρ.
    отнять от груди – αποθηλάζω•
    нельзя отнять – δεν πρέπει να αρνηθείς ή να μή παραδεχτείς (κάτι που ενυπάρχει).
    παραλύω, παθαίνω παράλυση•

    у бабушки -лись ноги η γιαγιά έπαθε παράλυση των ποδιών.

    || μουδιάζω ακινητώ.

    Большой русско-греческий словарь > отнять

  • 63 отплясать

    -яшу, -яшешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отплясанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χορεύω•

    отплясать русскую χορεύω ρούσικο χορό•

    греческую χορεύω ελληνικό χορό.

    2. τελειώνω το χορό παύω να χορεύω.
    3. κουράζομαι χορεύοντας•

    отплясать себе ноги κουράζω τα πόδια από το χορό.

    Большой русско-греческий словарь > отплясать

  • 64 оттискать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) συμπιέζω, συνθλίβω, πατηκώνω•

    ему -ли ноги в толпе του σύνθλιψαν τα πόδια στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > оттискать

  • 65 оттопать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) κατακουράζω•

    ноги κουράζω πολύ τα πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > оттопать

  • 66 передний

    επ.
    μπροστινός, εμπρόσθιος•

    -ие ноги лошади τα μπροστινά πόδια του άλογου•

    -ее колесо ο μπροστινός τροχός.

    εκφρ.
    край – (στρατ.) η πρώτη γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > передний

  • 67 переминать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. перемять.
    2. ανακατεύω, περιδιπλώνω, κουνώ διευθετώ.
    1. βλ. перемяться.
    2. στηρίζομαι πότε στο έναπόδι, πότε στο άλλο (από ανησυχία, ταραχή).
    εκφρ.
    переминать с ноги на ногуβλ. переменяться (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > переминать

  • 68 переранить

    ρ.σ. τραυματίζω (σε πολλά σημεία ή πολλούς)•

    переранить ноги τραυματίζω τα πόδια•

    переранить много солдэ.тов τραυματίζω πολλούς στρατιώτες.

    Большой русско-греческий словарь > переранить

  • 69 переставлять

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. переставить.
    2. {σε συνδυασμό με τη λέξη•

    ноги) κινούμαι,βαδίζω κινώ τα πόδια.

    μεταθέτομαι, τοποθετούμαι αλλού κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > переставлять

  • 70 переступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. υπερπηδώ, πηδώ• δρασκελώ• περνώ, διαβαίνω. || στηρίζομαι εναλλάξ•

    переступить с ноги на ногу στηρίζομαι πότε στο ένα, πότε στο άλλο πόδι.

    2. μτφ. ξεπερνώ παραβαίνω, παραβιάζω•

    переступить границы приличия παρεκτρέπομαι (ξεπερνώ τα ό ρια καλής συμπεριφοράς)•

    переступить закон παραβαίνω το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > переступить

  • 71 погрузить

    ρ.σ.μ.
    1. βυθίζω, ποντίζω, εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)•

    погрузить в воду βυθίζω στο νερό•

    погрузить ноги в песок• βυθίζω τα πόδια, στον άμμο.

    || κατέχομαι (από βαρύ αίσθημα)•

    смерть матери -ла его в скорбь ο θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη.

    || μτφ. ρίχνω, εμβάλλω•

    погрузить в тьму βυθίζω στο σκοτάδι•

    погрузить в сон βυθίζω στον ύπνο.

    || μτφ. απορροφώ;
    2. φορτώνω επιβιβάζω μπαρκάρω•

    погрузить мешки в телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμάξι•

    погрузить полк в вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια•

    погрузить пароход μπαρκάρω το ατμόπλοιο.

    (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    погрузить в воду βυθίζομαι στο νερό•

    город -лся в темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι•

    погрузить в размышления βυθίζομαι σε σκέψεις•

    погрузить в отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση.

    || επιβιβάζομαι. || φορτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > погрузить

  • 72 поджать

    подожму
    -мшь ρ.σ.μ.
    1. βάζω κάτω απο• μαζεύω•

    собака -ла хвост το σκυλί έβαλε την ουρά στα σκέλη•

    сидеть -ав ноги κάθομαι με μαζεμένα τα πόδια.

    || σφίγγω•

    губы σφίγγω τα χείλη.

    2. πιέζω, θλίβω, πατώ, ζουπώ, ζουλώ.
    1. μπαίνω κάτω απο, μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > поджать

  • 73 подкашивать

    ρ.δ.
    βλ. подкосить.
    βλ. подкоситься.
    εκφρ.
    ноги -ются от усталости – μου κόβονται τα πόδια από την κούραση.

    Большой русско-греческий словарь > подкашивать

  • 74 подкосить

    ρ.σ.μ.
    1. θερίζω, κοσίζω, χορτο-κοπώ.
    2. μτφ. ρίχνω κάτω. || κάμπτω, λυγίζω (τα γόνατα, τα πόδια).
    3. θερίζω, κοσίζω (ακόμα λίγο, επί πλέον).
    στην έκφραση: ноги -липь μου κόπηκαν τα πόδια (από αδυναμία, φόβο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подкосить

  • 75 подломить

    -ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ-σ.μ. σπάζω, θραύω από το κάτω μέρος.
    1. σπάζω, θραύομαι από το κάτω μέρος.
    2. κόβομαι, εξαντλούμαι•

    у старика -лись ноги του γέρου του κόπηκαν τα πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > подломить

  • 76 подобрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подобранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о.
    1. περισυλλέγω, περιμαζεύω, συμμαζεύω παίρνω• σηκώνω•

    подобрать раненых с поля сражения περισυλλέγω τους τραυματίες από το πεδίο της μάχης.

    || παίρνω μαζί μου (κάτι παρατημένο, πεταμένο). || παίρνω μαζί μου καθ οδόν (οδο ιπόρο κ.ι;τ.).
    2. παίρνω κρύβω συμμαζεύω•

    подобрать ноги συμμαζεύω τα πόδια.

    || τραβώ, σφίγγω προς τα μέσα•

    подобрать губы σουφρώνω τα χείλη.

    || τεντώνω•

    -вожжи σφίγγω (τραβώ) τα χαλινά.

    3. αναδιπλώνω, ανασηκώνω, μαζεύω.
    4. διαλέγω επιλέγω•

    подобрать костюм διαλέγω κοστούμι•

    подобрать клеи к замку διαλέγω κλειδί (που να ταιριάζει) για την κλείδων ιά.

    || συγκεντρώνω (το απαιτούμενο)•

    подобрать все материалы συγκεντρώνω όλα τα υλικά.

    1. διαλέγομαι, επιλέγομαι γίνομαι, σχηματίζομαι•

    коллекция -лась постепенно η συλλογή έγινε βαθμηδόν.

    2. κρυφοπλησιάζω.
    3. χώνομαι, μπαίνω, εισέρχομαι.
    4. σοβαροποιού-μαι, κορδώνομαι.
    5. συστέλλομαι, μαζεύομαι, κουβαριάζομαι.
    6. (απλ.) τελειώνω•

    мука у хозяйки уж вся -лась όλο το αλεύρι της νοικοκυράς τελείωσε πια.

    Большой русско-греческий словарь > подобрать

  • 77 подогнуть

    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)διπλώνω•

    подогнуть край листа διπλώνω την άκρη του φύλλου.

    2. λυγίζω, κάμπτω ελαφρά• βάζω αποκάτω, μαζεύω•

    ноги μαζεύω τα πόδια•

    прыгун -ул колени ο άλτης λύγισε λίγο τα γόνατα.

    1. (ανα)-διπλώνομαι,
    2. κάμπτομαι, λυγίζω ελαφρά.

    Большой русско-греческий словарь > подогнуть

  • 78 подсечь

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-сеченный, βρ: -чен, -чена, -чено.
    1. υποκόπτω, κόβω από κάτω, από τη ρίζα. || μτφ. διακόπτω, σταματώ απότομα.
    2. ζελογγιάζω, ξεχερσώνω μέρος δάσους για καλλιέργεια.
    3. τραβώ το αγκίστρι, αγκιστρώνω.
    ноги -клись μου κόπηκαν τα πόδια (από αδυναμία, φόβο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подсечь

  • 79 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

  • 80 раздвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω, χωρίζω•

    раздвинуть побеги ανοίγω τους βλαστούς, διακλαδίζω•

    раздвинуть занавески ανοίγω τις κουρτίνες•

    раздвинуть ноги ανοίγω τα πόδια.

    || μετακινώ•

    раздвинуть стулья μετακινώ λίγο τα καθίσματα.

    2. αναμερώ, ανοίγω δίοδο, κάνω δρόμο•

    раздвинуть толпу ανοίγω δρόμο στο πλήθος.

    3. (δια)νοίγω•

    раздвинуть стол ανοίγω το (πτυσσόμενο) τραπέζι,.

    1. ανοίγω, -ομαι, αποχωρίζομαι. || μετακινούμαι λίγο.
    2. αναμερώ• αποτραβιέμαι,
    3. μτφ• πλαταίνω, ευρύνομαι•

    -ется кругозор πλαταίνει ο ορίζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > раздвинуть

См. также в других словарях:

  • Ноги М. — Ноги Марэсукэ 乃木希典 …   Википедия

  • Ноги — Ноги  атавизм  короткометражный комедийный фильм в жанре мокьюментари[1] режиссёра Михаила Местецкого, который был снят в рамках эксперимента, условия которого  минимум средств и лимит в 10 минут  предложил портал… …   Википедия

  • ноги — лапти, сматываем удочки, айда, уходим, шлепанцы, бежим, коньки, цирлы, обрезки, циркули, шасси, ласты Словарь русских синонимов. ноги сущ., кол во синонимов: 22 • айда (22) • …   Словарь синонимов

  • ноги — быстрые (Гоголь); деревянные (Олигер); злые (Андреев); короткие (Наживин, Новиков); круглобедрые (Фет); острые (Олигер); палкообразные (Чехов); резвые (Некрасов); тупо упрямые (Андреев); тщедущные (Григорович) Эпитеты литературной русской речи. М …   Словарь эпитетов

  • ноги — НОГИ, межд. Бежим, уходим, айда, сматываем удочки. Возм. из уг …   Словарь русского арго

  • НОГИ —     ♥ ♠ Собственные ноги. Видеть во сне свои ноги здоровыми и крепкими вам предстоит дальнее путешествие, связанное с преодолением трудностей, возможно, поход. Стоять устойчиво на обеих ногах сон обещает стабильное материальное положение, хорошую …   Большой семейный сонник

  • НОГИ —     Если во сне вы моете ноги – это предвещает увлекательное путешествие и заодно с ним непродолжительный любовный роман. Грязные ноги – знак ненасытности в любви и страсти. Опухшие или больные ноги предвещают наяву убытки от невыгодного… …   Сонник Мельникова

  • Ноги —     Если во сне Вам понравились стройные женские ноги, Вы потеряете рассудительность и в своем поведении с некоей очаровательной особой проявите недостойное легкомыслие.     Увидеть уродливые ноги – означает невыгодные занятия и раздражительных… …   Сонник Миллера

  • Ноги —     Стройные женские ноги, приснившиеся во сне, могут отнять у вас последние признаки рассудительности.     Приснились некрасивые ноги – избегайте невыгодных занятий и раздражительных друзей.     Раненая нога предвещает потери. Если вы увидели во …   Большой универсальный сонник

  • Ноги — (Исх.3:5 ). Снимать обувь с ног означало благоговение и уважение к месту, или лицу (Иез.29:17 ). Священники совершали службы Божии без наружной обуви; и в новейшие времена между восточными народами существует обычай входить в храм и к властелину… …   Библия. Ветхий и Новый заветы. Синодальный перевод. Библейская энциклопедия арх. Никифора.

  • Ноги Марэсукэ — 乃木 希典 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»