Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(мотор)

  • 21 глохнуть

    ρ.σ. παρλθ. χρ. глох, -ла, -ло.
    1. κουφαίνομαι, κωφεύω.
    2. εξασθενίζω, χάνομαι (για ήχους).
    3. σβήνω. || σταματώ•

    мотор глох το μοτέρ σταμάτησε (έσβησε).

    4. γεμίζω, σκεπάζομαι από αγριόχορτα, ερημώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > глохнуть

  • 22 глушить

    -шу, глушишь, ρ.δ.μ.
    1. βλ. оглушать.
    2. πνίγω, σβήνω τον ήχο.
    3. (για βοτάνια, ζιζάνια) πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη.
    4. σβήνω•

    глушить угли σβήνω τα κάρβουνα.

    5. (απλ.) χτυπώ, ρίχνω κάτω αναίσθητο.
    εκφρ.
    глушить водку, виноκ.τ.τ. σουρώνω βότκα, κρασί•
    глушить мотор, тракторκ.τ.τ. σβήνω το μοτέρ, το τρακτέρ•
    глушить рыбу – ψαρεύω με δυναμίτη ή με χτυπήματα πάνω στον πάγο (οπότε το ψάρι χάνει τα νερά του).
    κουφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > глушить

  • 23 заглохнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. заглох, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заглохший, κ. заглохнувший, επιρ. μτχ. заглохнув
    ρ.σ.
    1. (για ήχο) σβήνω, κοπάζω• ησυχάζω. || (για μηχανές) σταματώ•

    мотор -ох η μηχανή έσβησε.

    2. λησμονώ, ξεχνώ, δε θυμάμαι.
    3. ξεπέφτω, εκπίπτω• ερημώνω. || είμαι, παραμελημένος• πνίγομαι, σκεπάζομαι από χόρτα. || μτφ. σταματώ» εμποδίζω την ανάπτυξη.

    Большой русско-греческий словарь > заглохнуть

  • 24 заглушить

    -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. πνίγω, σκεπάζω•

    оркестр -ил голос певца η ορχήστρα σκέπασε τη φωνή του τραγουδιστή•

    ковер -ил звук шагов το χαλί έσβησε τον ήχο των βημάτων.

    2. μετριάζω, καταπραΰνω, μαλακώνω, απαλύνω, καθησυχάζω•

    заглушить боль μαλακώνω τον πόνο.

    || μειώνω, ελαττώνω, ολιγοστεύω.
    3. εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорные травы -ли хлеб τα ζιζάνια έπνιξαν το σιτάρι.

    4. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω.
    5. σταματώ•

    заглушить мотор σβήνω το μοτέρ•

    заглушить уголь σβήνω τα κάρβουνα.

    σκεπάζομαι, σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заглушить

  • 25 маломощный

    επ., βρ: -щен, -щёна
    -щёно.
    1. αδύνατος, ανίσχυρος (φυσιολογικά).
    2. φτωχός.
    ουσ. -
    -ая φτωχός, -ή• φτωχοαγρότης, -ισσα.
    3. μικρής ισχύος•

    маломощный мотор κινητήρας μικρής ισχύος.

    Большой русско-греческий словарь > маломощный

  • 26 многосильный

    επ.
    μεγάλης ισχύος, πολλών ίππων•

    многосильный мотор κινητήρας μεγάλης ισχύος.

    Большой русско-греческий словарь > многосильный

  • 27 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 28 работать

    ρ.δ.
    1. εργάζομαι, δουλεύω•

    работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•

    работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•

    работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•

    работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•

    работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•

    работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.

    2. εκτελώ μια ειδική εργασία•

    работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•

    -электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•

    я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.

    3. λειτουργώ•

    часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•

    мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•

    моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.

    || είμαι ανοιχτός•

    библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.

    4. φτιάχνω•

    работать сапоги φτιάχνω μπότες.

    εκφρ.
    работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.
    1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.
    2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > работать

  • 29 расходовать

    -дую -дуешь
    ρ.δ.μ. ξοδεύω δαπανώ• καταναλώνω•

    расходовать много денег ξοδεύ πολλά χρήματα•

    мотор -ует много горючего μηχανή καίει πολλή καύσιμη ύλη.

    ξοδεύομαι, κάνω πολλά έξοδα.

    Большой русско-греческий словарь > расходовать

  • 30 регулировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    ρυθμίζω, κανονίζω, ρεγουλάρω• τακτοποιώ•

    регулировать перевозки грузов ρυθμίζω τις μεταφορές φορτίων•

    регулировать мотор ρεγουλάρω τον κινητήρα.

    ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι, τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > регулировать

  • 31 слабый

    επ., βρ: слаб, -а, -о.
    1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•

    слабый удар αδύνατο χτύπημα•

    слабый голос αδύνατη φωνή•

    -ая память αδύνατη μνήμη;•

    слабый ветер ασθενής άνεμος•

    -ое государство ανίσχυρο κράτος.

    2. ασθενικός•

    -ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•

    слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.

    || αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.
    3. μη ισχυρός•

    -ая воля αδύνατη βούληση.

    || ελαφρός•

    слабый табак ελαφρός καπνός•

    -ое вино ελαφρό κρασί.

    4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•

    -ые способности μικρές ικανότητες•

    -ая надежда μικρή ελπίδα•

    -ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•

    -ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•

    слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.

    5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•

    он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.

    6. μικρής ισχύος, μικρός•

    слабый мотор μικρό μοτέρ•

    -ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.

    εκφρ.
    - ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•
    - ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•
    слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος.

    Большой русско-греческий словарь > слабый

  • 32 сработаться

    -ается
    ρ.σ.
    φθείρομαι, αχρηστεύομαι (από την μακρόχρονη εργασία), τρώγω το ψωμί μου•

    мотор -лся το μοτέρ τό φάγε το ψωμί του.

    -аюсь, -аешься
    ρ.σ. συμφωνώ, τα ταιριάζω στη δουλειά•

    ты с ним не -ешься εσύ μ αυτόν δε θα τα ταιριάξεις στη δου-λε ιά.

    Большой русско-греческий словарь > сработаться

  • 33 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 34 стрелять

    ρ.δ.
    1. πυροβολώ, τουφεκίζω, ρίχνω, βάλλω•

    стрелять из винтовки πυροβολώ με το τουφέκι, τουφεκίζω•

    стрелять из пушек κανονιοβολώ•

    он хорошо -ет αυτός ρίχνει καλά.

    2. μ. σκοτώνω, φονεύω (με πυροβόλο όπλο).
    3. μτφ. σκάζω, κροτώ, χτυπώ•

    в печке -ют дрова στη θερμάστρα σκάζουν τα ξύλα•

    мотор -ет το μοτέρ κρότεί (χτυπά).

    4. (απρόσ.) μου περνά οξύς (σουβλερός) πόνος.
    5. (απλ.) προσλιπαρώ•

    стрелять деньги προσλιπαρώ χρήματα.

    εκφρ.
    стрелять глазами – ρίχνω γρήγορες ματιές, κοιτάζωστα πεταχτά.
    1. αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο.
    2. παλ. μονομαχώ με πιστόλι.
    3. πυροβολούμαι, τουφεκίζομαι.
    4. φονεύομαι, σκοτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стрелять

См. также в других словарях:

  • МОТОР — (этим. см. моторный). Двигатель. Словарь иностранных слов, вошедших в состав русского языка. Чудинов А.Н., 1910. МОТОР двигатель; так же называют моторные экипажи. Полный словарь иностранных слов, вошедших в употребление в русском языке. Попов М …   Словарь иностранных слов русского языка

  • мотор — МОТОР, а, м. 1. Машина, автомобиль. Поймать мотор. Купить мотор. 2. Сердце. мотор шалит. мотор сдает …   Словарь русского арго

  • мотор — авто, моторчик, двигатель, движок, сердце Словарь русских синонимов. мотор 1. см. двигатель. 2. см. автомобиль …   Словарь синонимов

  • МОТОР — МОТОР, мотора, муж. (лат. motor тот, кто двигает). 1. Двигатель (преим. внутреннего сгорания или электрический). Пустить в ход мотор. 2. Экипаж, вагон, снабженный таким двигателем (автомобиль, моторный вагон трамвая в отличие от прицепного;… …   Толковый словарь Ушакова

  • МОТОР — МОТОиРА межрайонный отдел технического осмотра и регистрации автомототранспортных средств; межрайонный отдел технического осмотра и регистрации автотранспорта авто, техн., транспорт МОТОР Источник: http://gibdd.kirov.ru/News.files/PressReliz… …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • МОТОР — МОТОР, см. ДВИГАТЕЛЬ …   Научно-технический энциклопедический словарь

  • МОТОР — МОТОР, а, муж. Двигатель (преимущ. внутреннего сгорания или электрический). Запустить, остановить м. | прил. моторный, ая, ое. Моторное топливо. Моторная лодка (с мотором). Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Мотор — (от латинского motor приводящий в движение) механизм, преобразующий различные виды энергии в механическую энергию вращения вала. В авиации термин «М.» применяется наряду с термином «двигатель», но охватывает более узкий класс объектов, не… …   Энциклопедия техники

  • мотор — 1) двигло; 2) любой вид авто. EdwART. Словарь автомобильного жаргона, 2009 …   Автомобильный словарь

  • МОТОР — двигатель, использующий тепловую, электрическую или гидравлическую энергию …   Большая политехническая энциклопедия

  • мотор — I. МОТОР I а, м. moteur m. Побудительная причина, двигательная сила. Называя водопад властелином влаги, я его лицетворю, забывая этимологию его, и говорю о том незримом moteur, побудителе водяной суматохи. 28. 8. 1825. П.А. Вяземский Пушкину. //… …   Исторический словарь галлицизмов русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»