Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(моего)

  • 1 мой

    моего α., моя, моей θ., моё, моего ουδ., πλθ. мой, моих.
    1. (αντων. κτητική)• δικός μου, μου•

    мой дом το σπίτι μου•

    моя родина η πατρίδα μου•

    моё поле το χωράφι μου•

    мой вещи τα πράγματα μου.

    2. ουσ. ουδ. моё δικό μου.
    3. ουσ. πλθ. мой οι συγγενείς, οι δικοί μου. || ουσ. мой, моя• ο σύζυγος μου, η σύζυγος μου.
    εκφρ.
    α) όπως θέλω εγώ, κατά την αρέσκεια μου, όπως μου γουστάρει κατά το δικό μου τρόπο•
    β) κατά τη γνώμη μου, κατ εμένα, όπως εγώ νομίζω•
    с моё – τόσο όσο εγώ• έτσι όπως εγώ•
    (это) не по моей части – δεν είναι δική μου δουλεία η αρμοδιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > мой

  • 2 ведома

    ведома:
    с моего \ведома ἐν γνώσει μου· без моего́ \ведома ἐν ἀγνοία μου, χωρίς νά ξέρω.

    Русско-новогреческий словарь > ведома

  • 3 ниже

    ниже
    1. сравнит, ст. от низкий κατώτερος, χαμηλότερος / πιό κοντός (о росте)/ χαμηλότερος (о звуке)·
    2. сравнит, ст. от низко πιό κάτω, χαμηλότερα·
    3. предлог ὑπό, κάτω ἀπό:
    пять градусов \ниже нуля πέντε βαθμοί ὑπό τό μηδέν ◊ \ниже среднего κάτω ἀπό τό μέτριο, κατώτερο τοῦ μετρίου· \ниже всякой критики δέν ἀντέχει σέ καμμιά κριτική· это \ниже моего достоинства ἀπαξιώ νά...

    Русско-новогреческий словарь > ниже

  • 4 понимание

    понимаии||е
    с
    1. ἡ κατανόηση [-ις]:
    взаимное \понимание ἡ ἀμοιβαία κατανόηση, ἡ ἀλληλοκατανόηση [-ις]· это выше моего́ \пониманиея αὐτό δεν μπορώ νά τό καταλάβω·
    2. (концепция) ἡ ἀντίληψη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > понимание

  • 5 ведение

    ουδ.
    αρμοδιότητα•

    вне моего -я (είναι) έξω της αρμοδιότητας μου.

    ουδ.
    1. διεξαγωγή•

    ведение собрания η διεξαγωγή της συνέλευσης.

    2. διεύθυνση, διαχείριση, κουμάντο•

    ведение хозяйства η διαχείριση του νοικοκυριού.

    3. γράψιμο, κράτημα•

    -протокола το κράτημα των πρακτικών.

    Большой русско-греческий словарь > ведение

  • 6 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 7 вроде

    πρόθ.
    1. σαν, ωσάν, όμοια, παρόμοια, εν είδη, καθ’ ομοίωση•

    пальто вроде моего πανωφόρι σαν το δικό μου.

    2. ως, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    он вроде заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.

    εκφρ.
    вроде как ή быβλ. ανωτ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > вроде

  • 8 герой

    α.
    ήρωας•

    герой Великой Отечественной войны ήρωας του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου•

    герой Греции ήρωας της Ελλάδας•

    герой социалистического труда ήρωας της σοσιαλιστικής δουλειάς•

    герой романа ήρωας του μυθιστορήματος.

    εκφρ.
    герой не моего романа – άνθρωπος που δεν με τραβά, δεν τον συμπαθώ.

    Большой русско-греческий словарь > герой

  • 9 зацапать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) πιάνω, τσακώνω•

    -окуня πιάνω πέρκη.

    || κάνω συλλήψεις•

    брата моего друга -ли τον αδερφό του φίλου μου τον συνέλαβαν.

    || αρπάζω, ιδιοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > зацапать

  • 10 имя

    имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.
    1. όνομα•

    по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•

    знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•

    крестное имя βαφτιστικό όνομα•

    имя и фамилия ονοματεπώνυμο.

    || ονομασία•

    имя судна όνομα σκάφους•

    под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).

    2. φήμη•

    человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•

    крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•

    очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.

    3. (γραμμ.) όνομα•

    имя существительное όνομα ουσιαστικό.

    εκφρ.
    именем – στο όνομα, εν ονόματι•
    именем закона – στο όνομα του νόμου•
    во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•
    на имя – στο όνομα, επ ονόματι•
    заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•
    на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•
    от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•
    с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•
    от моего имени – εξ ονόματος μου•
    только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά.

    Большой русско-греческий словарь > имя

  • 11 история

    θ.
    ιστορία•

    история Древней Греции ιστορία της αρχαίας ιΕλλάδας•

    законы -и οι νόμοι της ιστορίας•

    диалектика -и η διαλεκτική της ιστορίας•

    всемирная история παγκόσμια ιστορία•

    древняя история αρχαία ιστορία•

    новейшая история ιστορία των νεωτέρων χρόνων•

    история средних веков ιστορία του μεσαίωνα.

    || συμβάν, γεγονός•

    печальная история θλιβερή ιστορία.

    || αφήγηση, εξιστόρηση•

    история моего детства ιστορία της ποδικής μου ηλικίας.

    εκφρ.
    история болезни – το ιστορικό της ασθένειας•
    вечная (обычная: - – η ίδια (συνηθισμένη) ιστορία•
    совсем другая история – εντελώς διαφορετική υπόθεση (άλλο πράγμα)•
    история с географией – (αστ.) εδώ σε θέλω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα•
    войти в -ю – μπαίνω στην ιστορία.

    Большой русско-греческий словарь > история

  • 12 мимо

    1. επίρ. δίπλα, πλάι, κοντά• μπροστά•

    мимо прошёл знакомый κοντά μου πέρασε ένας γνωστός•

    он прошёл мимо моего дома αυτός πέρασε. προστά από το σπίτι μου•

    я прошёл мимо вас εγώ πέρασα κοντά σας•

    стрелять мимо цели αστοχώ στη βολή, ξεφεύγω λίγο από το στόχο.

    2. παρακάμπτοντας, αποφεύγοντας.
    3. πρόθ. παρά, κατ αντίθεση, χωρίς, άνευ•

    мимо воли παρά τη θέληση.

    εκφρ.
    пройти мимо – α) περνώ απαρατήρητα, β) περνώ χωρίς να θίξω, αντιπαρέρχομαι, αποσιωπώ•
    пропустить мимо ушей – κάνω πως δεν ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > мимо

  • 13 неужели

    ερωτημ. μόριο άραγε• αλήθεια• είναι δυνατό•

    неужели вы не знаете моего брата? αλήθεια, δεν γνωρίζετε τον αδερφό μου;•

    неужели это правда άραγε αυτό είναι αλήθεια;•

    неужели он это сделал? είναι δυνατόν αυτός να το έκανε;

    Большой русско-греческий словарь > неужели

  • 14 ночевать

    -чую, -чуешь
    ρ.δ.κ.σ. διανυκτερεύω•

    ночевать у моего друга θα κοιμηθώ στο φίλο μου•

    ночевать под открытым небом διανυκτερεύω στο ύπαιθρο•

    ночевать на сеновале κοιμάμαι στον αχυρώνα.

    Большой русско-греческий словарь > ночевать

  • 15 пребывание

    ουδ.
    1. παραμονή•

    пребывание у власти παραμονή στην εξουσία.

    2. παλ. διαμονή•

    место постоянного -я τόπος μόνιμης διαμονής•

    во время -я моего в городе κατά τη διαμονή μου στην πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > пребывание

  • 16 против

    σύνδ.
    1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•

    -дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.

    2. κατά, προς•

    смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.

    || παρά, χωρίς•

    против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•

    против моего желания παρά την επιθυμία μου.

    || ενάντια, αντίθετα, κόντρα•

    ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.

    3. αντίθετα•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•

    против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.

    4. κατά, για•

    лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.

    || κατά, παρά•

    ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.

    5. κατά, εναντίον•

    десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.

    εκφρ.
    я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > против

  • 17 сестра

    -ы, πλθ. сестры, сестр, сестрам; θ.
    1. αδερφή•

    у меня есть три сестры, а у моего друга пять сестр εγώ έχω τρεις αδερφές, ο φίλος μου έχει πέντε (αδερφές).

    2. νοσοκόμα.
    3. μοναχή, καλόγρια.
    εκφρ.
    сестра-хозяйка – επιμελητής, διαχειριστής (παιδικού σταθμού, εστιατόριου κ.τ.τ.)• ваша сестра (γιαγυ-ναίκές) εσείς και οι όμοιες σας•
    наша - – (για γυναίκες) εγώ και οι όμοιες μου.

    Большой русско-греческий словарь > сестра

  • 18 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

См. также в других словарях:

  • моего — мой, мои Словарь русских синонимов. моего прил., кол во синонимов: 2 • мои (2) • мой (4) …   Словарь синонимов

  • День рождения моего лучшего друга — англ. My Best Friend s Birthday Жанр Комедия Режиссёр Квентин Тарантино …   Википедия

  • Труп моего врага (фильм) — Труп моего врага Le Corps De Mon Ennemi Жанр драма Режиссёр …   Википедия

  • История моего современника — «История моего современника» итоговое произведение Владимира Галактионовича Короленко.По масштабности и эпичности описываемых событий «История моего современника» В. Г. Короленко может быть поставлена рядом с такими… …   Википедия

  • Не без моего ануса — Эпизод «Южного парка» Не без моего ануса Not Without My Anus Стадион, окутанный газом. Сезон: Сезон 2 Эпизод: 201 (#14) Сценарист: Триша Никсон Трей Паркер Реж …   Википедия

  • Глава 5. О СОСТАВЕ БЛЮД МОЕГО МЕНЮ И КОЕ-ЧТО ОБ ЭКЗОТИЧЕСКИХ БЛЮДАХ —         Из подробного обзора пищевого состава моего меню достаточно ясно видно, что практически нет таких пищевых продуктов, которые я бы сознательно дискриминировал и исключал бы полностью из своего рациона.         Даже какао, шоколад, яйца,… …   Большая энциклопедия кулинарного искусства

  • Пробуждение моего демонического брата — Invocation of My Demon Brother Жанр фильм ужасов авангард Режиссёр Кеннет Энгер В главных ролях …   Википедия

  • Книга моего деда Коркута — Проверить информацию. Необходимо проверить точность фактов и достоверность сведений, изложенных в этой статье. На странице обсуждения должны быть пояснения …   Википедия

  • Пробуждение моего демонического брата (фильм) — Пробуждение моего демонического брата Invocation of My Demon Brother Жанр авангард Режиссёр Кеннет Энгер В главных ролях Кеннет Энгер Антон Шандор ЛаВей Бобби Бьюсолейл …   Википедия

  • Девушка моего лучшего друга — My Best Friend s Girl Жанр …   Википедия

  • Объект моего восхищения — The Object of My Affection …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»