Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(из+дела)

  • 81 вторгнуться

    -нусь, -нешься, παρλθ. χρ. вторгся, -глась, -глось
    ρ.σ.
    εισβάλλω, επιτίθεμαι αιφνίδια•

    враг -гея на нашу страну ο εχθρός εισέβαλε στη χώρα μας.

    || μτφ. επεμβαίνω κατάφορα•

    вторгнуться в чужие дела επεμβαίνω ξεδιάντροπα στις ξένες υποθέσεις.

    || εισχωρώ, εισβάλλω, εισδύω, μπαίνω μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > вторгнуться

  • 82 выискать

    -ищу, -ищешь
    ρ.σ.μ.
    ψάχνω, εξετάζω, ερευνώ προσεχτικά•

    выискать ощибку в расчете ψάχνω να βρω το λάθος στο λογαριασμό" удобный случай καραδοκώ την κατάλληλη ευκαιρία,

    βρίσκομαι, εξευρίσκομαι•

    для опасного дела -лись много добровольцев για επικίνδυνη υπόθεση βρέθηκαν πολλοί εθελοντές.

    Большой русско-греческий словарь > выискать

  • 83 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 84 добраться

    -берусь, -бершься, παρλθ. χρ. -брался, -лась, -лось к. -лось ρ.σ.
    1. φτάνω, κατορθώνω να φτάσω, φτάνω με δυσκολία•

    -до дома κατορθώνω νά φτάσω ως το σπίτι•

    мы не могли добраться до вершины горы δεν μπορέσαμε ν' ανεβούμε ως την κορυφή του βουνού•

    наконец -лись до истины (μτφ.) επιτέλους φτάσαμε ως την αλήθεια•

    2. (απλ.) λογαριάζομαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς•

    погоди, я доберусь до тебя περίμενε, θα λογαριαστούμε.

    Большой русско-греческий словарь > добраться

  • 85 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 86 житейский

    επ.
    της ζωής• του κόσμου•житейский опыт η πείρα της ζωής. || καθημερινός, συνηθισμένος•

    -ие дела и заботы οι καθημερινές υποθέσεις και φροντίδες.

    εκφρ.
    дело -ое – συνηθισμένο φαινόμενο (τίποτε το παράξενο).

    Большой русско-греческий словарь > житейский

  • 87 знаток

    α.
    γνώστης, ειδικός, ειδήμονας•
    в искусстве ειδικός στην Τέχνη•

    знаток в поэзии ειδικός σε ζητήματα ποίησης•

    знаток сво6го дела κατεχάρης.

    Большой русско-греческий словарь > знаток

  • 88 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 89 исход

    α.
    1. παλ. έξοδος•

    исход евреев из Египта η έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο.

    2. τέλος, έκβαση, απόληξη, πέρας•

    роковой -дела μοιραίο τέλος της υπόθεσης•

    исход соревнования το αποτέλεσμα της άμιλλας•

    год подходит к -у ο χρόνος πλησιάζει να βγεί•

    -боя η έκβαση της μάχης•

    на -е дня στο τέλος της μέρας•

    счастливый исход ευτυχής έκβαση•

    в -е στο τέλος, κατά το τέλος•

    на -е στο τέλος•

    дать исход чему δίνω τέλος (τέρμα) σε κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > исход

  • 90 конфликтный

    επ.
    της σύγκρουσης. || της φιλονικίας, της διένεξης•

    разбор -го дела εξέταση της διένεξης•

    -ая комиссия επιτροπή εξέτασης διένεξης.

    Большой русско-греческий словарь > конфликтный

  • 91 любовный

    επ.
    1. ερωτικός•

    -ое письмо ερωτικό γράμμα, ραβασάκι•

    -ые дела ερωτικές υποθέσεις•

    -ые песни ερωτικά τραγούδια•

    -ая записка ραβασάκι•

    -ая связь ερωτικές σχέσεις (δεσμοί)•

    любовный взгляд ερωτικό βλέμμα•

    бред ερωτικό παραλήρημα.

    2. παλ. φίλτρο•

    -ое напиток πιοτό για έμπνευση έρωτα (φίλτρο).

    Большой русско-греческий словарь > любовный

  • 92 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 93 малый

    επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.
    1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•

    -ая медведица η μικρή Αρκτος.

    || λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•

    великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.

    || άσημος, απλός, αφανής•

    мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.

    || στενός•

    -ые сапоги μικρές μπότες.

    ουσ. το λίγο•

    довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.

    2. ανήλικος.
    εκφρ.
    с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•
    самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•
    без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•
    малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•
    малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•
    - ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).
    επ.
    1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.
    2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•

    умный ξεφτεράκι.

    3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι.

    Большой русско-греческий словарь > малый

  • 94 мастер

    -а, πλθ.α.
    1. μάστορας, -ης, έμπειρος τεχνίτης•

    оружейный мастер οπλοποιός• οπλοδιορθωτής•

    сапожный мастер υποδηματοποιός•

    часовой мастер ωρολογάς.

    2. δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, τεχνίτης•

    мастер художественного слова λογοτέχνης•

    -а искусства οι καλλιτέχνες.

    3. αρχιτεχνίτης, μάστορας.
    4. έξοχος (τίτλος αθλητικός ή σκακιστή)•

    заслуженный мастер спорта διακεκριμένος αθλητής.

    εκφρ.
    мастер своего дела – δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, μάστορας στην τέχνη του•
    мастер на все руки – πολυτεχνίτης• χρυσοχέρης.

    Большой русско-греческий словарь > мастер

  • 95 насидеть

    -ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насиженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κλωσσώ•

    курица -ла на все яйца η κλώσσα κλώσσισε όλα τ αυγά.

    2. μτφ. παθαίνω από το πολύ καθησιό•

    насидеть геморрой παθαίνω αιμορροΐδες από το πολύ καθησιό.

    1. κάθομαι πολύ, χορταίνω καθησιό.
    2. (με την πρόθ. без κ. ουσ.) στερούμαι κάθομαι, μένω χωρίς•

    без дела κάθομαι χωρίς δουλιά (ασχολία)•

    насидеть без денег μένω χωρίς χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > насидеть

  • 96 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 97 неблагоприятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    δυσμενής, όχι ευχάριστος ενάντιος, αντίξοος• μη ευνοϊκός•

    счастье у меня -о η τύχη μου πηγαίνει κόντρα•

    -ое обстоятельство δυσάρεστο περιστατικό•

    неблагоприятный оборот дела δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης.

    || αρνητικός• άσχημος•

    на запрос мною получен неблагоприятный ответ σε επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση•

    -ая погода παλιόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > неблагоприятный

  • 98 неблестящий

    επ., βρ: -тящ, -а, -е
    όχι λαμπρός, μη έξοχος• μέτριος•

    дела мой -и οι υποθέσεις μου δεν πάνε και τόσο καλά.

    Большой русско-греческий словарь > неблестящий

  • 99 неважный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. όχι σοβαρός, μη σπουδαίος, ασήμαντος, επουσιώδης, ανάξιος, -ιόλογος•

    неважный вопрос όχι σπουδαίο (ασήμαντο) ζήτημα•

    это не -жно αυτό δεν είναι σπουδαίο.

    2. όχι και καλός ή όχι εντελώς καλός•

    -ое здоровье όχι και καλή υγεία•

    -ые дела όχι και καλές δουλιές ή υποθέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > неважный

  • 100 невмешательство

    ουδ. η μη επέμβαση•

    -в дела других государств μη επέμβαση στις υποθέσεις των άλλων κρατών•

    политика -а πολιτική μη επέμβασης•

    принцип -а αρχή της μη επέμβασης.

    Большой русско-греческий словарь > невмешательство

См. также в других словарях:

  • Дела семейные — «Дела семейные» с Еленой Дмитриевой Жанр Судебное шоу Производство ООО «ЮрСервис» Ведущий Елена Кутьина (ноябрь 2004 года), Елена Дмитриева (ноябрь 2004 года  настоящее время) Страна производства …   Википедия

  • Дела (граф Ампурьяса) — Дела кат. Delà граф соправитель Ампурьяса 862    …   Википедия

  • Дела Лоховского — Жанр кинокомедия Режиссёр Борис Берзнер Автор сценария Борис Берзнер …   Википедия

  • Дела частного обвинения — (англ cases of private accusation) в уголовном праве РФ и законодательстве РФ об уголовном судопроизводстве уголовные дела, возбуждаемые по жалобе …   Энциклопедия права

  • Дела не делай, а от дела не бегай! — См. ОПЛОШНОСТЬ РАСТОРОПНОСТЬ Дела не делай, а от дела не бегай! См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Дела давно минувших дней (фильм) — Дела давно минувших дней Жанр Детектив Режиссёр Владимир Шредель В главных ролях   Кинокомпания Ленфильм …   Википедия

  • Дела давно минувших дней — Жанр Детектив Режиссёр Владимир Шредель В главных ролях   Кинокомпания Ленфильм …   Википедия

  • Дела общественные (фильм, 1934) — Дела общественные Les affaires publiques Жанр комедия Режиссёр Робер Брессон Автор сценария Робер Брессон …   Википедия

  • Дела об административных правонарушениях, рассматриваемые судьями — судьи рассматривают дела об административных правонарушениях, в частности, предусмотренных статьями 5.7 (отказ работодателя предоставить предусмотренный законом отпуск зарегистрированному кандидату, доверенному лицу зарегистрированного кандидата …   Энциклопедический словарь-справочник руководителя предприятия

  • Дела сердечные (фильм) — Дела сердечные Жанр социальная драма Режиссёр Аждар Ибрагимов Автор сценария Владимир Кунин и Семён Ласкин …   Википедия

  • Дела давно минувших дней… — Дела давно минувших дней... Жанр Детектив Режиссёр Владимир Шредель Автор сценария Александр Червинский, при участии Анатолия Безуглова, Юрия Кларова …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»