Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(другой)

  • 61 коленкор

    -а (-у) α. κάλικο (χασές).
    εκφρ.
    другой (иной) коленкор – (απλ.) αυτό είναι άλλη υπόθεση (ζήτημα, παράγραφος).

    Большой русско-греческий словарь > коленкор

  • 62 лад

    -а (ладу), προθτ. о -е, в -у, πλθ.α.
    1. αρμονία, σύμπνοια, ομόνοια, μόνιασμα•

    жить в -у ζω αρμονικά•

    быть не в -ах с... δεν τα πάω καλά με...• нет -у дома δεν υπάρχει ομόνοια στο σπίτι.

    2. τρόπος, υπόδειγμα, στυλ•

    на все -ы κατ όλους τους τρόπους•

    на другой лад сделать что-н. κατ άλλον τρόπον θα κάνω κάτι.

    3. (μουσ.) τόνος, σύνθεση μέλους, ωδής.
    4. τα διαστήματα (διαιρέσεις στη λαβή μουσικού οργάνου).
    5. πλθ. τα πλήκτρα (φυσαρμόνικας ή πνευστών οργάνων).
    6. σκαρί ζώων.
    εκφρ.
    не в -у ή не в -ах (жить, бытьκ.τ.τ.) σε διχόνοια•
    идти (пойти) на лад – στρώνω, ρεγουλάρω•
    ни складу ни -у – ασυναρτησίες.

    Большой русско-греческий словарь > лад

  • 63 ли

    ли ή ль
    1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.
    2. (μόριο επιτακτ.) και.
    3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.

    вряд ли είναι αμφίβολο•

    едва ли κοντεύει•

    чуть ли не... παρ ολίγο να...

    4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.
    5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•

    ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•

    один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•

    рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•

    сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.

    εκφρ.
    то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.
    6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους.

    Большой русско-греческий словарь > ли

  • 64 ль

    ли ή ль
    1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.
    2. (μόριο επιτακτ.) και.
    3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.

    вряд ли είναι αμφίβολο•

    едва ли κοντεύει•

    чуть ли не... παρ ολίγο να...

    4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.
    5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•

    ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•

    один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•

    рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•

    сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.

    εκφρ.
    то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.
    6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους.

    Большой русско-греческий словарь > ль

  • 65 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 66 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 67 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 68 обчесть

    обочту, обочтшь, παρλθ. χρ. обчл, обочла
    -чло,
    επιρ. μτχ. обочти ρ.σ.μ. (απλ.) βλ. обсчитать.
    βλ. обсчититься.
    εκφρ.
    раз, два (один, другой) и -лся – (για λογαριασμό) ένα, δυό και τέλειωσε ή μια κι έξω ή κοντός ψαλμός αλληλούια. ;

    Большой русско-греческий словарь > обчесть

  • 69 опера

    θ.
    μελόδραμα, όπερα. || το θέατρο της όπερας.
    εκφρ.
    из другой -ы ή не из той -ы – (αστ. κ. ειρν.) άλλα γι άλλα λέει, -είναι εκτός θέματος.

    Большой русско-греческий словарь > опера

  • 70 перевалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ με-ταρρίπτω μεταφορτώνω• ρίχνω, σωριάζω.
    2. μ. περνώ, διαβαίνω, διασκελίζω (βουνό, κορυφογραμμή). || διαπορεύομαι, διατρέχω, διασχίζω, διελαύνω.
    3. (ξε)περνώ•

    сумма в текущем году -ла за 8000 рублей το ποσό στο τρέχον έτος ξεπέρασε τις 8000 ρούβλια•

    - ло за полночь (απρόσ.) πέρασαν τα μεσάνυχτα•

    ему -ло за пятьдесять (απρόσ.) αυτός πέρασε τα πενήντα (χρόνια).

    1. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι περνώ. || γυρίζω, στρέφω•

    перевалить на другой бок γυρίζω στο άλλο το πλευρό.

    || κάμπτομαι, λυγίζω.
    2. (ξε)περνώ, υπερτερώ.

    Большой русско-греческий словарь > перевалить

  • 71 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 72 переместить

    -мешу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемещённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω μεταφέρω•

    переместить мебель из одной комнаты в другую μεταφέρω τα έπιπλα από το ένα δωμάτιο στο άλλο.

    2. μεταθέτω•

    переместить в другой полк μεταθέτω σε άλλο σύνταγμα.

    μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, μεταφέρομαι,• μετατίθεμαι, μεταθέτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > переместить

  • 73 переписать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переписанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξαναγράφω• αντιγράφω• μεταγράφω. || ξαναζω-γραφίζω.
    2. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ•

    всех присуствующих εγγράφω όλους τους παρόντες•

    переписать скот в колхозе καταγράφω τα ζώα του κολχόζ.

    3. παλ. μεταγράφω, κάνω μεταγραφή (αλλαγή κυριότητας).
    4. μεταγράφω, μεταφέρω, ρίχνω•

    переписать моряков в пехоту ρίχνω τους ναύτες στο πεζικό.

    μεταγράφομαι, μεταφέρομαι αλλού•

    переписать в другой полк μεταγράφομαι σε άλλο σύνταγμα.

    Большой русско-греческий словарь > переписать

  • 74 пересадить

    -сазу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω να καθίσει αλλού•

    пересадить ученика на другую парту βάζω το μαθητή να καθίσει σε άλλο θρανίο.

    || μεταθέτω, μεταφέρω• τοποθετώ αλλού•

    пересадить в другой вагон μεταφέρω σε άλλο βαγόνι.

    2. μτφ. περνώ.
    3. μεταφυτεύω.
    4. (ιατρ.) μεταμοσχεύω•

    пересадить сердце μεταμοσχεύω καρδιά.

    5. βάζω, περνώ•

    пересадить топор в другое топорище βάζωστο τσεκούρι άλλο στυλιάρι.

    Большой русско-греческий словарь > пересадить

  • 75 перескочить

    -очу, -очишь
    ρ.σ.
    1. μ. (υπερ)πηδώ•

    перескочить ров πηδώ τον αύλακα•

    перескочить с камня на камень πηδώ από πέτρα σε πέτρα.

    2. μτφ. μεταπηδώ αλλάζω•

    перескочить на другой факультет μεταπηδώ σε άλλη σχολή•

    неожиданно он -ил к новой теме ή на новую тему ξαφνικά αυτός μεταπήδησε σε νέο θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > перескочить

  • 76 переход

    α.
    1. διάβαση, διέλευση, πέρασμα• διάπλους.
    2. μετακίνηση, μετατόπιση. || εξάπλωση, επέκταση• μετάδοση. || αλλαγή διαμονής. || προβίβαση (μαθητή, σπουδαστή).
    3. αυτομόληση. || αλλαξοπιστία. || μεταβίβαση. || μτφ. μεταπήδηση, πέρασμα•

    переход к другой теме πέρασμα σε άλλο θέμα.

    || μετατροπή εξέλιξη•

    переход ссоры в драку πέρασμα από το μάλωμα στον τσακωμό.

    4. στάση (η απόσταση μεταξύ δύο σταθμεύσεων).
    5. πέρασμα (μέρος διάβασης).
    6. διάδρομος.
    7. μετάπτωση.

    Большой русско-греческий словарь > переход

  • 77 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 78 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 79 страсть

    θ.
    το πάθος•

    обуздать -и συγκρατώ τα πάθη•

    разжигать -и ανάβω, υποδαυλίζω τα πάθη•

    страсть кипит βράζει το πάθος.

    || μανία, μεράκι. || πάθος ερωτικό.
    θ. (απλ.)
    1. φρίκη, φόβος μεγάλος, δέος.
    2. πλήθος μεγάλο, πληθώρα•

    народу на базаре страсть - πολύς κόσμος στη λαϊκή αγορά.

    || (για κάτι ισχυρό)• φρίκη•

    желудок так ломит другой раз страсть - το στομάχι κάποτε τόσο πονά страсть φρίκη.

    3. επίρ. σφόδρα, φοβερά.

    Большой русско-греческий словарь > страсть

  • 80 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

См. также в других словарях:

  • другой — Иной, видоизмененный, непохожий, новый, второй. Это другое дело. Это дело десятое. Это особь статья. .. Прот …   Словарь синонимов

  • ДРУГОЙ —     ДРУГОЙ опорная точка и средоточие философского дискурса, способ обоснования онтологии, который изменяется в соответствии со сдвигами в понимании онтологии и переходом от эйдетико космологической к социальной онтологии. В античной философии… …   Философская энциклопедия

  • другой и я —         ДРУГОЙ И Я соотношение общекультурных универсалий, ставшее специальным предметом эпистемологических размышлений в начале 20 в. В этих понятиях кристаллизуется культурно исторический опыт человеческого бытия в мире, поэтому определение… …   Энциклопедия эпистемологии и философии науки

  • ДРУГОЙ — ДРУГОЙ, архан. другой, следуюший за первым, второй; первой, другой, третий. | Иной, инный, не тот или не этот. Нет ли другой бритвы, эта тупа? | Такой же точно, вполне сходный. ·стар. дружка, товарищ, помощник по должности, службе. А в других был …   Толковый словарь Даля

  • ДРУГОЙ — ДРУГОЙ, другая, другое. 1. Не тот, не этот. Дай мне другой нож, этот тупой. Об этом поговорим в другое время и в другом месте. || Не такой, иной, отличный от данного. У него были совсем другие намерения. После женитьбы он стал другой. 2.… …   Толковый словарь Ушакова

  • Другой —  Другой  ♦ Autre    Противоположный тому же; численно или качественно отличный. Следовательно, необходимо различать количественно другое (например, я собираюсь купить новую, т. е. другую, машину, но той же марки и модели, что и предыдущая) и… …   Философский словарь Спонвиля

  • ДРУГОЙ — понятие современной философии, представляющее собой персонально субъектную артикуляцию феномена, обозначенного классической традицией как ‘свое иное’ (Гегель) и обретающее статус базового в рамках современного этапа развития философии… …   История Философии: Энциклопедия

  • ДРУГОЙ — ДРУГОЙ, ая, ое. 1. прил. Не этот, не данный. В д. раз поговорим. На другом берегу (на противоположном). И тот и д. (оба, каждый из двух). 2. прил. Не такой, иной. Стал совсем другим. Думает одно, а говорит другое (сущ.). Это другое дело (это… …   Толковый словарь Ожегова

  • ДРУГОЙ — понятие философии 20 в., фиксирующее некоторый опыт встречи Я с подобной ему сущностью, представляющей, тем не менее, Иное по отношению к Я. Развитие понятия Д. в неклассической философии свидетельство отхода мыслящего субъекта с позиции… …   Новейший философский словарь

  • другой — • другой, иной Стр. 0299 Стр. 0300 Стр. 0301 Стр. 0302 …   Новый объяснительный словарь синонимов русского языка

  • ДРУГОЙ — Тимофеевич Рындин, дьяк московский. 1611. А. К. II, 528 …   Биографический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»