-
1 χαλκώματα
χάλκωμαanything made of bronze: neut nom /voc /acc pl -
2 συμ-μικτός
συμ-μικτός, vermischt; Hes. O. 565; Soph. Ai. 53; στρατός, Her. 7, 55; ἄνϑρωποι, ὄχλοι, Thuc. 3, 61. 4, 17; ξυμμικτὰ ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος σώματα, Plat. Tim. 61 a, u. öfter, συμμικτὰ χαλκώματα, Lys. 19, 27, wo wie bei Plat. u. sonst σύμμικτα accentuirt ist.
-
3 μηνίσκος
-
4 διαφορος
I21) различный, отличный, несходный(τινος Plat. и τινι Eur.; διάφοροι ἀλλήλοις Arst.)
δ. τινι и κατά τι Arst. — различный в чем-л., отличающийся чем-л.;δ. πρὸς ἑαυτόν Plut. — непостоянный, изменчивый2) отличный, превосходный(χαλκώματα Arst.; παιδεία Plut.)
3) важный, полезный(πρός τι Plat.)
τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει εἶναι τοῦτο τὸ χωρίον ἑτέρου μᾶλλον Thuc. — это место показалось ему как-то удобнее, чем какое-л. иное4) враждующий, враждебный(τινι Her., Lys., Xen., Plat. и τινος Isae., Dem.)
IIὅ противник, враг Eur., Plat. -
5 κροτεω
1) с грохотом мчать(κείν΄ ὄχεα Hom., HH.)
2) бить, ударять(γῆν θύρσῳ Eur.)
κ. τινα Plut. — бить кого-л. (ср. 3)3) (тж. κ. τὼ χεῖρε Xen. и κ. τὰς χεῖρας Her.) рукоплескать Xen., Plat. etc.κ. τινα Diog.L. — рукоплескать кому-л. (ср. 2);
4) стучать, трещать(ὀστράκοις καὴ ψήφοις Arst.)
5) ковать, выковыватьκεκρότηται χρυσέα κρηπίς Pind. ap. Plut. — основа (поэзии) выкована из золота
6) перен. выковывать, делатьἐξ ἀπάτας κεκροταμένοι ἄνδρες Theocr. — люди, выкованные из лжи, т.е. отъявленные лжецы;
κ. λόγους Plat. — сочинять речи;εὐθὺς τὸ πρῆγμα κροτείσθω Anth. — чтобы дело было быстро сделано -
6 перелудить
-лужу, -лудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелуженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξανακασσιτερώνω, ξαναγανώνω.2. κασσιτερώνω, γανώνω (όλα, πολλά)•перелудить всю медную посуду ξανακασσιτερώνω όλα τα χάλκινα αγγεία ή τα χαλκώματα.
-
7 κροτέω
II knock, strike,λέβητας Hdt.6.58
; ;τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς D.54.9
; τινα Plu.2.10d: sens. obsc., IG 12(7).414 (Amorgos, cf. ):—[voice] Pass., to be beaten byrain, Ael. NA16.17.2 clap in sign of applause, κ. τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, Hdt. 2.60, X.Cyr.8.4.12;ταῖς χερσί Thphr.Char.19.10
: abs., applaud, X.Smp.9.4, D.21.226, etc.;ἐν θεάτρῳ Thphr.Char.11.3
: c.acc.,κ. τινά D.L.7.173
:—[voice] Pass., Arist.Po. 1456a10 (sed leg. κρατεῖσθαι), Pl. Ax. 368d, etc.;τέλειος ῥήτωρ καὶ κεκροτημένος Phld.Rh.2.128
S.; παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια are commended, Ath.5.182a (sed leg. < συγ>κεκρ.).b also in sign of disapproval, Plu.2.533a.3 κ. ὀδόντας gnash the teeth, Archil.Supp.2.9.4 of a smith, hammer, weld together, Luc.Lex.9: metaph., in [voice] Pass., to be wrought,κεκρότηται χρυσέα κρηπίς Pi.Fr. 194
, cf. Lyc.888: hence ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες one mass of trickery, Theoc.15.49; εὐθὺς τὸ πρῆγμα κροτείσθω 'strike while the iron is hot', AP10.20 ([place name] Adaeus).5 rattle, clash,χαλκώματα Plu.2.944b
: c. dat., κ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις make a rattling noise with them, in order to collect a swarm of bees, Arist.HA 627a16;κ. κυμβάλοις Luc.Alex.9
; satirically, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα [Μοῦσ' Εὐριπίδου] Ar.Ra. 1306, cf. Ael.NA2.11. -
8 πληκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληκτός
-
9 σύμμεικτος
σύμμεικτος (on the spellingA v. μείγνυμι), ον, also η, ον Stob.3.17.28 (v.l.):—commingled, promiscuous, ;σύμμεικτα.. βουκόλων φρουρήματα S.Aj.53
; ; σ. εἶδος, of the Minotaur, ib. 996; esp. of irregular troops,σ. στρατός Hdt.7.55
; ἄνθρωποι, ὄχλοι, Th.6.4, 17; opp. true citizens, Id.4.106; ξενικὸν ἀργύριον ς. miscellaneous, IG12.310.302;σ. χαλκώματα Lys.19.27
;χρυσία σ. διάλιθα IG22.1388.63
;πρόβατα PTeb.53.19
(ii B.C.), etc. Adv.- τως Str.1.2.27
(v.l.).2 c. dat., θυσίαι τελεταῖς ς. Pl.Lg. 738c.3 compounded,ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος Id.Ti. 61a
, cf. Lg. 692a; σ. [λόγος] consolidated account, PLond.3.1157.1 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμεικτος
-
10 τύπτω
Aτύψω Nonn.D.44.160
, Hierocl.Facet. 200: [tense] aor. 1 ἔτυψα, [dialect] Ep. τύψα, Il.13.529, al., Emp.43, Hdt.3.64, but rare in Trag. and [dialect] Att., as A.Eu. 156 (lyr.), [Lys.] Fr.20 S.: [dialect] Att. [tense] fut. , Pl.21. Pl.Grg. 527a, D.21.204: [tense] aor. 1 ἐτύπτησα first in Arist.Pol. 1274b20 (as v.l.), then Philostr.VS2.1.8, Aesop.66, Hierocl.Facet.86: [tense] aor. 2 (lyr.); [dialect] Ep. part.τετυπόντες Call.Dian.61
(perh. [tense] pf. τετύποντες): [tense] pf. τέτῠφα only in Theodos.Can.p.47 H.;τετύπτηκα Poll.9.129
, Philostr.VS2.10.3:— [voice] Med., Hdt.2.61, Plu.Alex.3, etc., ([etym.] κατ-) Sapph.62: [tense] aor. 1ἐτυψάμην Luc.Asin.14
, ([etym.] ἀπ-) Hdt.2.40: [tense] fut. (in pass. sense)τυπτήσομαι Ar.Nu. 1379
:—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἐτύφθην Plu.Galb.26
, Gp.18.17.7, Hierocl. Facet.138, Zen.2.68;ἐτυπτήθην Ph.2.323
: [tense] aor. 2 ἐτύπην [ῠ] Il.11.191, Pi.N.1.53, A.Pr. 363, Ar.Ach. 1194 (lyr.), Alciphr.3.57: [tense] pf.τέτυμμαι Il.13.782
, A.Th. 889 (lyr.), Eu. 509 (lyr.), inf.τετύφθαι Hdt. 3.64
;τετύπτημαι Luc.Demon.16
, Arg.D.54:—In [dialect] Att. and LXX the [tense] fut. and [tense] aor. are supplied by πατάσσω, e.g.τύπτει.. καὶ καταβάλλει πατάξας Lys.13.71
; later sts. by παίω, e.g.ὁ δὲ παίσας ἐπερωτᾷ ποτέρᾳ τετύπτηκεν Poll.9.129
; the [tense] pf. by πλήσσω; the [voice] Pass. partly (esp. in [tense] pf. and [tense] aor. ) by πλήσσω: a complete paradigm of this verb is given by Theodos.Can.p.43 H., al.:—beat, strike, smite, τύπτουσιν ῥοπάλοισι (sc. τὸν ὄνον) Il. 11.561; ; ;χθόνα τύπτε μετώπῳ Od.22.86
;ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς 4.580
, 9.104, al.; but in Hom. mostly with weapons of war, [ξίφει], δουρί, ἄορι, Il.4.531, 13.529, 20.378;ἐγχείῃσιν 13.782
([voice] Pass.);φασγάνῳ Od.22.98
; ; μάστιγι Lex ap. Aeschin.1.139 ([voice] Pass.): c. acc. cogn., τ. τινὰ σχεδίην (sc. πληγήν) Il.5.830;πληγὰς τ. τινά Antipho 4.3.1
, v. infr. 111.2: the part struck is sts. in acc.,γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ' ὀμφαλόν Il.21.180
, cf. Pi.N.9.26, E.Andr. 1150, etc.: with a Prep.,Φόρκυνα.. κατὰ γαστέρα τύψε Il.17.313
; ἐγκύμονά τις ἔτυψε κατὰ γαστρός [Lys.] l.c.;τ. τινὰ εἰς τὸν ὦμον X.Cyr.5.4.5
;ἐπὶ κόρρης Pl.Grg. 527a
;ἐπὶ τὴν σιαγόνα Ev.Luc.6.29
; τ. χαλκώματα beat pots and pans (to make a noise), Sor.2.29: abs., strike,τύπτε δ' ἐπιστροφάδην Il. 21.20
, cf. Od.22.308, Ar.Ra. 610;τ. καὶ πνίγων Antipho 4.1.6
; Ζέφυρος λαίλαπι τύπτων beating with fury, Il.11.306, cf. Pi.P.6.14 (s. v.l.).2 even of missiles,ἐκ χειρὸς τοῖς λίθοις τύπτοντες Plb.3.53.4
; whereas Hom. opposes τύπτειν toβάλλειν, δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ Il.11.191
= 206, cf. 15.495, al.3 later, sting,ὄφις υ' ἔτυψε μικρός Anacreont.33.10
;ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι X.HG4.2.12
, cf. Gp.l.c.;πόδα κάκτος τ. Theoc.10.4
;οἱ βασιλεῖς [μελιττῶν].. οὐ τύπτουσιν Arist. HA 553b6
.4 metaph., τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν sharp grief smote him to the heart, Il.19.125;Καμβύσεα ἔτυψε ἡ ἀληθείη Hdt.3.64
; (lyr.);ξυμφορᾷ τετυμμένος A.Eu. 509
(lyr.);ἀνίαισι τυπείς Pi.N.1.53
; τύπτειν τὴν συνείδησίν τινος ἀσθενοῦσαν wound his conscience, 1 Ep.Cor.8.12; of divine punishment,ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ τύπτων LXX Ez.7.6(9)
;τύπτειν σε μέλλει ὁ θεός Act.Ap.23.3
.II [voice] Med. τύπτομαι, beat, strike oneself, esp., like κόπτομαι, beat one's breast for grief, Hdt.2.61: c. acc. pers., mourn for a person, ib.42, 132.III [voice] Pass., to be beaten, struck, or wounded,δουρὶ τυπείς Il.11.191
; ὑπὸ δουρί ib. 433; (lyr.);κράτων τυπτομένων Od.22.309
. -
11 Bronze
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bronze
См. также в других словарях:
χαλκώματα — χάλκωμα anything made of bronze neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Chalkomata — Χαλκωματά Prefecture: Achaia Province: Patras City: Patras Section: Central Chalkomata or Halkomata (Greek: Χαλκωματά), also with the third a accented is a ne … Wikipedia
χάλκωμα — το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α [χαλκῶ] σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. (στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη … Dictionary of Greek
γάνα — η 1. η πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα 2. η μουτζούρα τού φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται πάνω στη φωτιά 3. οποιαδήποτε κηλίδα 4. ο εξευτελισμός («άνθρωπος τής πομπής και τής γάνας» άνθρωπος που έχει διαπομπευθεί και … Dictionary of Greek
γάνος — (I) το (Α γάνος) λάμψη, ακτινοβολία αρχ. 1. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα 2. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα («Ἀσωποῡ γάνος», «γάνος... μελίσσης», Ευρ. «παλαιᾱς ἀμπέλου γάνος», Αισχ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι*, κατά το ουδ. σε … Dictionary of Greek
γάνωμα — το (AM γάνωμα) [γάνος] 1. στιλπνότητα, γυαλάδα 2. επάλειψη τής εσωτερικής επιφάνειας χάλκινων σκευών με κασσίτερο νεοελλ. 1. η επάλειψη πήλινου αγγείου με υλικό λείο και λαμπερό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γανώματα τα χαλκώματα, τα χάλκινα… … Dictionary of Greek
γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 … Dictionary of Greek
πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») … Dictionary of Greek
ακασσιτέρωτος — η, ο αγάνωτος: Τα χαλκώματά μας είναι ακασσιτέρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπακιρικά — τα τα μαγειρικά σκεύη από χαλκό, τα χαλκώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκωματάδικο — το το εργαστήριο του χαλκωματά, χαλκουργείο, μπακιρτζίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)