-
1 φωνήεν
φωνήειςendowed with speech: masc voc sg (doric)φωνήειςendowed with speech: neut nom /voc sg (doric) -
2 φωνῆεν
φωνήειςendowed with speech: masc voc sg (doric)φωνήειςendowed with speech: neut nom /voc sg (doric) -
3 φωνήεν
(-εντός) τό грам, гласный (звук) -
4 φωνήεν
[фониэн] ουσ. о. гласный звук.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνήεν
-
5 φωνήεν
[фониэн] ουσ ο гласный звук. -
6 φωνήεν
voyelle -
7 voyelle
φωνήεν -
8 звук
звук м о ήχος гласный (согласный) \звук το φωνήεν ( το σύμφωνο)* * *мο ήχοςгла́сный (согла́сный) звук — το φωνήεν (το σύμφωνο)
-
9 гласный
-
10 βραχυς
1) короткий, недлинный(ὁδός Pind., Plat., Plut.; αἰχμή Her.)
2) невысокий, низкий(τεῖχος Thuc.)
β. μορφάν Pind. — малорослый3) узкий, неглубокий(φάλαγξ Xen.; τάξις Polyb.)
4) короткий, недолгий(βίος Her.; χρόνος Aesch., Plat.; ἡμέρα Arst.)
ἐν βραχεῖ Plat. (ἐν βραχεϊ Her.) — вскоре, Pind., Xen. вкратце;διὰ βραχέων Plat. — в немногих словах:κατὰ βραχύ Plat. — вкратце, Thuc., Polyb. понемногу, мало-помалу5) грам. краткий(φωνῆεν Arst.)
6) мелкий, небольшой, незначительный(οὐσία Isae.; κέρδος Lys., Plat.; ἔργον Xen.; πλῆθος Arst.; ἀφορμή Polyb.)
7) немногочисленный, скудный(μέρη Plat.; ἱππεῖς Polyb.)
-
11 υποτακτικος
I3грам.1) подчиненныйὑποτακτικὸν ἄρθρον — подчиненный член, т.е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν);
ὑποτακτικὸν φωνῆεν — неслоговой (второй) гласный дифтонга2) подчиняющий3) сослагательныйὑποτακτικέ ἔγκλισις или ὑποτακτικὸν ῥῇμα — сослагательное наклонение
IIὅ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив -
12 гласные
(звуки) τα φωνήενταсоединительная - ая το συνδετικό/συνθετικό φωνήενРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гласные
-
13 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук
-
14 гласный
гласный Iприл (открытый, публичный) δημόσιος.гласн||ый IIлингв.1. прил:\гласныйые звуки τά φωνήεντα·2. м τό φωνήεν. -
15 долгий
долг||ийприл1. μακρύς, μακρός:\долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·2. лингв.:\долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση. -
16 звук
звукм в разн. знач. ὁ ἡχος / ὁ κρότος (шум):\звук голоса ὁ ήχος τῆς φωνής· гласный \звук τό φωνήεν согласный \звук τό σύμφωνο· \звук выстрела ἡ ἐκπυρσοκρότηση[-ις]· под \звуки оркестра ὑπό τους ήχους τῆς ὁρχήστρας· ◊ \звук пустой κούφια λόγια. -
17 краткий
кратк||ийприл1. σύντομος, βραχύς / λακωνικός (лаконичный):\краткийое изложение ἡ σύντομη ἔκθεση· в \краткийих словах περιληπτικά, ἐν περνλήψει· быть \краткийим εἶμαι σύντομος·2. лингв. βραχύς:\краткий гласный τό βραχύ φωνήεν. -
18 оканчиватьться
оканчивать||ться1. τελειώνω (αμετ.), λαμβάνω τέλος, περατοῦ-μαι / λήγω (о сроке)·3. (иметь своим окончанием) καταλήγω:слово \оканчиватьтьсяется на гласную ἡ λέξη καταλήγει σέ φωνήεν. -
19 редуцированный
редуцирова||нныйприл ἐλαττωμένος, ἐξασθενημένος:\редуцированный гласный τό ἐξασθενημένο φωνήεν. -
20 б
б 1βλ. бе.б 2βλ. бы• χρησιμοποιείται ύστερα από λέξεις, που τελειώνουν σε φωνήεν•если б я знал αν ήξερα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φωνήεν — εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ 1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
φωνήεν — το ντος, πληθ. ντα, φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του (σε αντίθεση με τα σύμφωνα): Τα φωνήεντα είναι εφτά α, ε, η, ι, ο, υ, ω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνῆεν — φωνήεις endowed with speech masc voc sg (doric) φωνήεις endowed with speech neut nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema … Deutsch Wikipedia