-
1 σύνδεσμος
σύνδεσμος, ου, ὁ (συνδέω; Eur., Thu. et al.; LXX; Jos., Ant. 3, 120) and τὸ σύνδεσμον B 3:3 (the pl. σύνδεσμα is found occasionally beside σύνδεσμοι) prim. ‘that which binds together’.① that which holds someth. together, fastener lit. (Appian, Bell. Civ. 4, 115 §483 οἱ σύνδεσμοι of the fastenings that hold the various ships together; Herm. Wr. 1, 18; EpArist 85=‘fastening’) ligaments of the body (Eur., Hipp. 199 al.; on Galen’s usage s. Lghtf., Col p. 199; Straub 33f) w. ἁφή Col 2:19 pl.② that which brings various entities into a unified relationship, uniting bond fig. ext. of 1; σύνδ. τῆς εἰρήνης the bond of peace, i.e. that consists in peace (epexegetic gen.; Plut., Numa 63 [6, 4] σύνδεσμος εὐνοίας κ. φιλίας; W-S. §30, 9b) Eph 4:3. Love is σύνδεσμος τῆς τελειότητος the bond that unites all the virtues (which otherwise have no unity) in perfect harmony or the bond of perfect unity for the church Col 3:14 (cp. Simplicius In Epict. p. 89, 15 Düb. οἱ Πυθαγόρειοι … τὴν φιλίαν … σύνδεσμον πασῶν τ. ἀρετῶν ἔλεγον; Pla., Polit. 310a.—S. also Pla., Leg. 21, 5, 921c of law: τῆς πόλεως ς.).—On σύνδεσμος as a philos. concept: WJaeger, Nemesios v. Emesa 1918, 96–137. KReinhardt, Kosmos u. Sympathie 1926; AFridrichsen, Serta Rudbergiana ’31, 26, SymbOsl 19, ’39, 41–45; GRudberg, ConNeot 3, ’39, 19–21.③ a bond that confines/hinders, fetter only fig. σύνδεσμος ἀδικίας (Is 58:6) fetter that consists in unrighteousness Ac 8:23 (s. also 4 below); B 3:3, 5 (in the two last-named passages Is 58:6 and 9 are quoted in context).④ entities that are held together by a bond, bundle (of cattle food O. Mich 240, 2 [III–IV A.D.]; 239, 2 [IV A.D.]); in imagery Ac 8:23 according to Mft., Goodsp. et al. (s. 3 above). By fig. ext. band, college (Herodian 4, 12, 6 ὁ ς. τῶν ἐπιστολῶν) ς. ἀποστόλων ITr 3:1.—DELG s.v. 1 δέω. M-M. TW. Sv. -
2 συνδεσμος
ὅ(Eur. pl. τὰ σύνδεσμα)
1) связь, соединение, скрепа(ἁφαὴ καὴ σύνδεσμοι NT.)
ἁμμάτων σύνδεσμα Eur. — скрепляющие узлы, завязки2) единство(τῆς πόλεως Plat.; τῆς τελειότητος NT.)
3) узы, путы(ἀδικίας NT.)
4) лог. связность, согласованностьὁ λόγος εἷς οὐ συνδέσμῳ, ἀλλὰ τῷ ἑνὸς εἶναι Arst. — речь, единая не в силу (внешней) связности, а в силу единства темы
5) узел волос, прическа6) анат. связка, сухожилие(μελέων σύνδεσμα Eur.)
7) грам. союз Arst., Diog.L. -
3 σύνδεσμος
σύνδεσμοςthat which binds together: masc nom sg -
4 σύνδεσμος
ο1) связывающий элемент, связующее звено;σύνδεσμοι σιδηροδρομικών ράβδων — рельсовые скрепления;
2) общество, союз;ο έλληνο-σοβιετικός σύνδεσμος — общество греко-советской дружбы;
3) узы;σύνδεσμος φιλίας — узы дружбы;
4) связь, соединение;σύνδεσμος αρθρωτός — карданное соединение; — б) связь, взаимодействие; — контакт;
στενός σύνδεσμος — тесное взаимодействие;
διατηρώ σύνδεσμο — поддерживать связь;
6) грам, союз;7) анат. связка, сухожилие; 9) воен, связной; посыльный -
5 σύνδεσμος
ὁ σύνδεσμος связка, ≃ союз (≃ лат. conjunctio; ср. грамм. asyndeton ≃ бессоюзие) -
6 σύνδεσμος
{сущ., 4}1. связь, союз, соединение, связка (сухожилие);2. узы, путы, ножные кандалы.Ссылки: Деян. 8:23; Еф. 4:3; Кол. 2:19; 3:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σύνδεσμος
-
7 σύνδεσμος
{сущ., 4}1. связь, союз, соединение, связка (сухожилие);2. узы, путы, ножные кандалы.Ссылки: Деян. 8:23; Еф. 4:3; Кол. 2:19; 3:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σύνδεσμος
-
8 σύνδεσμος
-ου + ὁ N 2 0-4-3-3-0=10 1 Kgs 14,24; 2 Kgs 11,14(bis); 12,21; Is 58,6that which binds together, texture of skin Jb 41,7; ligaments, joints DnTh 5,6; band, fetter (metaph.) Is 58,9; difficulty, problem DnTh 5,12; conspiracy 2 Kgs 11,14*1 Kgs 14,24 σύνδεσμος conspiracy-רשׁק for MT שׁקד temple prostituteCf. DION 1981 41-48(1 Kgs 14,24); →NIDNTT; TWNT -
9 σύνδεσμος
1. связь, союз, соединение, связка (сухожилие); 2. узы, путы, ножные кандалы.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σύνδεσμος
-
10 σύνδεσμος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σύνδεσμος
-
11 σύνδεσμος
[синдэзмос] ουσ. а. связь, соединение, общество, организация, (γραμ.) союз. - —Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύνδεσμος
-
12 σύνδεσμος
[синдэзмос] ουσ α связь, соединение, общество, организация, (γραμ) союз. - —. -
13 σύνδεσμος
σύνδεσμ-ος, ὁ, heterocl. pl.Aσύνδεσμα E.
(v. infr.):—that which binds together, bond of union, fastening,ξ. ἦν.. τὰ ξύλα, τοῦ μὴ ἀσθενὲς εἶναι τὸ οἰκοδόμημα Th.2.75
; ἀραρότως σύνδεσμα χρυσὸς εἶχε the golden headband kept its bonds firmly fixed, E.Med. 1193; ἁμμάτων σύνδεσμα fastenings of garments, Id.Ba. 697; οἱ περὶ [ τὸ θύρωμα] ς. Aristeas 85; μελέων σύνδεσμα, of sinews or ligaments, E.Hipp. 199 (anap.), cf. Ti.Locr.100b, Arist.PA 652a16, IA 712a2, Ep.Col.2.19, Sor.2.57, Gal.18(1).734.2 metaph., bond of union; ὁ σ. τῆς πόλεως the bond that keeps the state together, of good citizens, Pl.R. 520a, cf.Plt. 310a;νόμος ὁ βοηθῶν.. τῷ τῆς πόλεως συνδέσμῳ Id.Lg. 921c
;σ. τοῦ οὐρανοῦ Id.R. 616c
;σ. τὰ τέκνα δοκεῖ εἶναι Arist.EN 1162a27
;τὴν ἀγάπην, ὅ ἐστι σ. τῆς τελειότητος Ep.Col.3.14
.3 Gramm., conjunction, Arist.Rh. 1407a20; σ. ἓν ποιεῖ τὰ πολλά ib. 1413b32, cf. Rh.Al. 1434b13, Po. 1456b38, Chrysipp.Stoic.2.45, D.T. 634.6, A.D.Conj. passim, Hermog.Id.2.7.2 Σ. the Knot, i.e. the star a Piscium, Hipparch.1.11.20, Gem.3.7, Id.Calend.10, Ptol.Alm.8.1.3 Astrol., connexion of heavenly bodies, Vett.Val.163.13, al.; of the moon, Paul.Al.S.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνδεσμος
-
14 σύνδεσμος
σύν-δεσμος, ὁ, die Verbindung, das Band; die Häuser, der Holzverband; das Pack; die Partikel; u. im engern Sinne die Konjunction, Gramm -
15 σύνδεσμος
1) association2) liaison -
16 σύνδεσμος
1) połączenie (n) rzecz.2) związek (m) rzecz. -
17 σύνδεσμος
1) spojení2) svazek -
18 σύνδεσμος
1) conjunction2) ligamentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύνδεσμος
-
19 conjunction
σύνδεσμος -
20 ligament
σύνδεσμος
См. также в других словарях:
σύνδεσμος — that which binds together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — ο 1. (γραμμ.), μέρος του λόγου: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος. 2. ό,τι συνδέει δύο ή περισσότερα πράγματα: Στην Κατοχή ήταν σύνδεσμος ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. – Το Βυζάντιο θεωρείται σύνδεσμος του αρχαίου ελληνικού κόσμου με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… … Dictionary of Greek
ξύνδεσμος — σύνδεσμος , σύνδεσμος that which binds together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμοις — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl σύνδεσμος that which binds together neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμοισιν — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl (epic ionic aeolic) σύνδεσμος that which binds together neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέσμων — σύνδεσμος that which binds together masc gen pl σύνδεσμος that which binds together neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπολις — Σύνδεσμος, στην αρχαιότητα, 4 πόλεων ή δήμων, πολιτικός ή θρησκευτικός. Οι σπουδαιότεροι ήταν: 1. Τ. η Αττική. Την Τ. αποτελούσαν οι δήμοι Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Τους ένωνε η κοινή λατρεία σε ναό του Ηρακλή. 2. Τ. η Δωρική … Dictionary of Greek
φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… … Dictionary of Greek
άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)