-
1 φαντασια
ἥ1) показывание, демонстрированиеτῇ τοῦ γεγονότος εὐτυχήματος φαντασίᾳ Polyb. — выставляя напоказ свою (военную) удачу;
φαντασίας ἕνεκεν Diod. — для показа2) пышность, блескἥ κατὰ τέν εὐγένειαν φ. Polyb. — знатное происхождение, родовитость3) филос. фантазия, впечатление, психический образ, представлениеφ. καὴ αἴσθησις ταὐτόν Plat. — представление и чувственное восприятие - одно и то же;
ἥ φ. ἐστὴν αἴσθησίς τις ἀσθενής Arst. — представление есть некое ослабленное восприятие4) плод воображения, видение Plat., Plut., Sext. -
2 παραδοχη
ἥ1) восприятие, усвоение(φαντασίας Plut.)
2) принятое ( в виде обычая), обычай, установление(παραδοχαὴ πάτριοι Eur.)
3) принятие, допущение, одобрение(π. καὴ πίστις Polyb.)
4) грам. принятое выражение, обиходная форма -
3 αναπαράσταση
[-ις (-εως)] η1) воспроизведение, воссоздание, отображение;αναπαράσταση διά της φαντασίας — мысленное представление (чего-л.);
αναπαράσταση εγκλήματος — воссоздание картины преступления;
2) репродукция; изображение -
4 αποκύημα
το порождение, плод;αποκύημα της φαντασίας — порождение, плод фантазии
-
5 γέννημα
τό1) дитя, ребёнок; детёныш; 2) прям., перен. порождение, плод;της φαντασίας — плод фантазии;γέννημα θρέμμα — детище;
Αθηναίος γέννημα (καί) θρέμμα — он дитя Афин;
3) пшеница;ячмень; πλ. злаки, зерновые;§ κακής ώρας γέννημα — злополучный человек
-
6 δημιούργημα
το создание, творение; произведение;δημιούργημα της φαντασίας — плод фантазии
-
7 πλάσμα
τό1) создание, творение, плод;πλάσμα τής φαντασίας — плод фантазии, вымысел;
2) человек, создание, существо;прелестное создание (о женщине); 3) физиол, плазма; 4) фикция -
8 προϊόν
(-όντος) τό1) продукт, продукция;τα προϊόντα διατροφής — продукты питания;
κτηνοτροφικά προϊόντα — продукты животноводства;
γαλακτοκομικά προϊόντα — молочные продукты;
2) товар, изделие;βιομηχανικά προϊόντα — промышленные товары;
3) плод, продукт, результат;προϊόν φαντασίας — плод фантазии;
είναι προϊόν μακροχρονίου εργασίας του — это результат его дол- гого труда;
4) вознаграждение; награда;τα πενιχρά προϊόντα — скудное вознаграждение
-
9 σφαίρα
-
10 φαντασία
η1) воображение, фантазия;νοσηρά φαντασία — больная фантазия;
ζωηρά φαντασία — богатая фантазия;
προϊόν της φαντασίας — плод фантазии;
εξημμένη φαντασία — пылкая, необузданная фантазия;
κατά φαντασίαν ασθενής — мнимый больной;
2) фантазия, плод воображения;3) самодовольство; высокомерие;είμαι γεμάτος φαντασία — быть о себе высокого мнения; — воображать о себе (разг);
είδες φαντασία πού σού την έχει! — видел, какого он о себе мнения!;
4) муз. фантазия
См. также в других словарях:
Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… … Dictionary of Greek
νουβέλα — Αφηγηματικό είδος που καθορίζεται δύσκολα, εξαιτίας τόσο της ευρύτατης χρονικής και τοπικής έκτασης της διάδοσης του, όσο και της ποικιλίας των μορφών του. Συγγραφέας ν., με την παλιά έννοια του όρου, είναι εκείνος που αφηγείται ιστορίες με τον… … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek