Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

γαλακτοκομικά

  • 1 προϊόν

    (-όντος) τό
    1) продукт, продукция;

    τα προϊόντα διατροφής — продукты питания;

    κτηνοτροφικά προϊόντα — продукты животноводства;

    γαλακτοκομικά προϊόντα — молочные продукты;

    2) товар, изделие;

    βιομηχανικά προϊόντα — промышленные товары;

    3) плод, продукт, результат;

    προϊόν φαντασίας — плод фантазии;

    είναι προϊόν μακροχρονίου εργασίας του — это результат его дол- гого труда;

    4) вознаграждение; награда;

    τα πενιχρά προϊόντα — скудное вознаграждение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προϊόν

См. также в других словарях:

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • List of companies of Greece — This is a list of wholly or partially Greek owned companies operating in and outside of Greece or foreign owned companies in Greece employing Greeks. NOTE: S.A. (Greek: Α.Ε. A.E ) is used as a term for being Incorporated, as in Inc.* #Current… …   Wikipedia

  • Liste D'entreprises Grecques — Participez au projet entreprises La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous… …   Wikipédia en Français

  • Liste d'entreprises grecques — La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous pouvez compléter la liste… …   Wikipédia en Français

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • κτηνοτροφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτηνοτροφία ή στον κτηνοτρόφο (α. «κτηνοτροφικά προϊόντα» τα προϊόντα τής κτηνοτροφίας, όπως κρέας, μαλλί, γαλακτοκομικά κ.ά. β. «κτηνοτροφικά φυτά» τα φυτά που χρησιμοποιούνται άμεσα ή σε διατηρημένη μορφή …   Dictionary of Greek

  • λακτάση — Ένζυμο που αποτελεί συστατικό των πεπτικών υγρών μερικών ζώων. Βρίσκεται στη νήστιδα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου και βοηθά στην υδρόλυση του γαλακτοσακχάρου (λακτόζη) σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Στον άνθρωπο, η έλλειψη του ενζύμου προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • μικροβακτηρίδιο — το (μικρβλ.) γένος σχιζομυκήτων που απαντά στα γαλακτοκομικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microbacterium (βλ. μικρ[ο] )] …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»