-
1 φακη
-
2 φακή
η чечевица;§ παλληκάρι της φακής — хвастун, бахвал;
αντί πινακίου φακής ( — продать кого-л.) за чечевичную похлёбку
-
3 φακή
[факи] ουσ θ чечевица. -
4 οξυς
1) острый(πέλεκυς, ξίφος Hom.; γωνία Arst.; ῥομφαία NT.)
; острый, остроконечный(δόρυ, κορυφέ σκοπέλου Hom.; ὄνυχες λεόντων Pind.)
2) острый, мучительный(ὀδύναι, μελεδῶναι Hom.)
3) жестокий, тяжелый(ἀγών Plut.)
4) жгучий, палящий(ἀκτῖνες Pind.; ἥλιος Anth.)
5) резкий, пронизывающий(χιών Pind.; νότος Soph.)
6) ослепительный, яркий(αὐγέ ἠελίοιο Hom.; χροιαί Arst.; πορφύρα Plut.)
7) пронзительный, резкий, громкий(ἀϋτή Hom.; μέλος Arph.)
8) муз. высокий, тонкий(χορδή Plat.; φωνή Arst.)
9) острый (на вкус), пряный(φακῆ Xen.)
10) терпкий(οἶνος Xen.)
11) кислый(ζύμωμα Plat.)
12) изощренный, зоркий(ὄμμα Pind.; ὄψις Plat.)
13) острый, едкий(ὀσμή Arst.)
14) пылкий, горячий, страстный(μένος HH.; θυμός Soph.)
15) быстрый, проворный, стремительный, резвый(ἵπποι Her.; πόδες NT.)
16) восприимчивый, способный(εἰς πάντα τὰ μαθήματα Plat.)
ὀξύτατος γνῶναι τὰ ῥηθέντα Dem. — умеющий отлично понимать сказанное;τὰς ἐνθυμήσεις ὀ. Luc. — быстро соображающий17) бурный(μανία Pind.)
18) обостренный, настороженный
См. также в других словарях:
φακῆ — dish of lentils fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῇ — φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… … Dictionary of Greek
φακή — η 1. είδος θρεπτικού όσπριου της οικογένειας Ψυχανθή. 2. ο καρπός αυτού του όσπριου. 3. φαγητό με αυτό το όσπριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φακᾶ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc/acc dual (attic doric) φακῆ dish of lentils fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακᾶς — φακῆ dish of lentils fem acc pl (attic doric) φακῆ dish of lentils fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆι — φακῇ , φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακαῖ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆν — φακῆ dish of lentils fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῆς — φακῆ dish of lentils fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek