Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(υἱός

См. также в других словарях:

  • υἱός — huihus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἷος — υἱός huihus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑίος — υἱός huihus masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

  • Υιός του ανθρώπου — Αυτοχαρακτηρισμός του Ιησού στα ευαγγέλια. Ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποίησε τον όρο αυτό είναι αντικείμενο πολλών ερμηνειών των σχολιαστών των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Μερικοί υποστηρίζουν ότι με τον όρο αντικαθιστά τη λέξη «εγώ», άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • υιός — ο το αρσενικό παιδί, ο γιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑέων — υἱός huihus masc gen pl ὑέω̆ν , υἱός huihus masc gen pl υἱός huihus masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱεῖς — υἱός huihus masc acc pl υἱός huihus masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱοῖν — υἱός huihus masc gen/dat dual (attic epic doric) υἱός huihus masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱέων — υἱός huihus masc gen pl υἱέω̆ν , υἱός huihus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑεῖς — υἱός huihus masc acc pl υἱός huihus masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»