-
1 υιός
υιός οсын;ΦΡ.Υιός τού Θεού / τού Ανθρώπου — Сын Божий / Человеческий – Господь Иисус ХристосЭтим.< дргр. υιός / υιύς «сын» < su-jus < инд. su- «рождать», сравните с санскр. sunuh, лит. sunus -
2 υιος
I.тж. ὑός, эол. υἶος, староатт. υἱύς ὅ (у Hom. υἱ in thesi иногда кратко; gen. υἱοῦ и υἱέος - эп. υἷος, dat. υἱῷ и υἱεῖ - эп. υἱέϊ, υἱεῖ и υἷϊ, acc. υἱόν - эп. υἱέα и υἷα; pl.: nom. υἱοί и υἱεῖς - эп. υἱέες и υἷες, gen. υἱῶν и υἱέων, dat. υἱοῖς и υἱέσι - эп. υἱοῖσι и υἱάσι, acc. υἱούς и υἱεῖς - эп. υἱέας и υἷας; dual. υἱεῖ - эп. υἱέε и υἷε, υἱέοιν) сынυἷες Ἀχαιῶν Hom. — сыны ахейцев, т.е. ахейцы;
υἱὸν ποιεῖσθαί τινα Aeschin. — усыновлять кого-л.;υἱεῖς ἄνδρες Dem. — взрослые сыновьяII.эп. gen. к υἱός См. υιος -
3 Υἱὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Υἱὸς
-
4 υἱὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > υἱὸς
-
5 Υἱός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Υἱός
-
6 υἱός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > υἱός
-
7 υἱός
ὁ υἱός / ὑός gen. υἱοῦ / υἱέος сын -
8 υἱός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υἱός
-
9 υιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υιός
-
10 υἱός
сын; LXX: (בּן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > υἱός
-
11 υἱός
-
12 υιός
[Сс] ουσ α сын. -
13 υιε
-
14 γενειητης
(Διὸς υἱός Theocr.; φιλοσοφίας υἱὸς λεγόμενος Luc.; τράγος Anth.)
-
15 οψιγονος
-
16 υια
-
17 υιασι
-
18 υιηος
-
19 υιι
-
20 άσωτος
άσωτος, -η, -οбеспутный, блудный;ΦΡ.άσωτος υιός ο — блудный сын (Лк.15, 11-32)Этим.дргр. первоначальное значение «погибший, пропащий, сын погибели» < α- (отриц. приставка) + -σωτος < σώζω «спасать». Значение «распутный, развращенный» является более поздним. Словосочетание άσωτος υιός «блудный сын» относится к притчи Христа (Лк. 15, 11-32), где, однако, не употребляется прилагательное άσωτος «блудный», а наречие ασώτως «распутно, блудно»:και εκεί διεσκόρπισεν την ουσίαν αυτού ζων ασώτως (15, 13) — и там расточил имение свое, живя распутно
См. также в других словарях:
υἱός — huihus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἷος — υἱός huihus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑίος — υἱός huihus masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek
Υιός του ανθρώπου — Αυτοχαρακτηρισμός του Ιησού στα ευαγγέλια. Ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποίησε τον όρο αυτό είναι αντικείμενο πολλών ερμηνειών των σχολιαστών των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Μερικοί υποστηρίζουν ότι με τον όρο αντικαθιστά τη λέξη «εγώ», άλλοι… … Dictionary of Greek
υιός — ο το αρσενικό παιδί, ο γιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑέων — υἱός huihus masc gen pl ὑέω̆ν , υἱός huihus masc gen pl υἱός huihus masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱεῖς — υἱός huihus masc acc pl υἱός huihus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱοῖν — υἱός huihus masc gen/dat dual (attic epic doric) υἱός huihus masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱέων — υἱός huihus masc gen pl υἱέω̆ν , υἱός huihus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑεῖς — υἱός huihus masc acc pl υἱός huihus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)