-
1 сын
сынм ὁ γιος, ὁ υἱός:единственный \сын ὁ μοναχογιός· приемный \сын ὁ ψυχογιός, ὁ θετός υἱός. -
2 блудный
блудныйприл:\блудный сын ὁ ἀσωτος υἱός. -
3 единственный
единственн||ыйприл μόνος, μοναδικός:\единственныйый сын τό μοναχοπαίδι, ὁ μοναχογιός, ὁ μονογενής ὑἰός· \единственныйый выход ἡ μόνη λύση, ἡ μόνη διέξοδος· один \единственныйый ἕνας καί μοναδικός· \единственныйый в своем роде μοναδικός στό είδος του· ◊ \единственныйое число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός. -
4 нежный
нежн||ыйприл1. (ласковый) τρυφερός, στοργικός, φιλόστοργος:\нежныйый сын ὁ φιλόστοργος υἱός·2. (приятный, мягкий) λεπτός, εὐχάριστος· (о запахе, вкусе)/ ἀπαλός, μαλακός (о коже и т. п.)/ γλυκός (о звуках и т. п.)·3. (хрупкий) εὔθραστος· ◊ \нежныйый возраст ἡ τρυφερή ἡλικία -
5 приемный
приемн||ыйприл1. τής ὑποδοχής, τής ἀκροάσεως:\приемныйые часы ὠρες ἀκροάσεως· 2.:\приемныйые испытания είσιτήριοι ἐξετάσεις· \приемныйая комиссия ἡ ἐπιτροπή είσαγωγικών ἐξετάσεων3. (об отце, сыне и т. п.) θετός:\приемный отец ὁ ψυχοπατέρας, ὁ θετός πατήρ· \приемныйая дочь ἡ ψυχοκόρη, ἡ θετή κόρη, ἡ παρακόρη· \приемный сын ὁ ψυχογιός, ὁ θετός υἱός· ◊ \приемный покой ἡ αίθουσα παραλαβής ἀσθενών \приемный пункт τμήμα (или περίπτερο) παραλαβής. -
6 блудный
-
7 сын
-а, κλητ. παλ. сыне, πλθ. сыновья, -ви, -вьямκ. (γραπ. λόγος)•сыны, -ов α.
1. γιος, υιός, παιδί•единственный сын μοναχογιός• ακριβογιάς.
2. πλθ. οι κοντινοί απόγο, νοι, η νέα γενιά, τα παιδιά μας.3. ιθαγενής, εκπρόσωπος εθνικός•сыновья (сыны) Эллады ή Греции παιδιά (γιοι) της Ελλάδας•
сын отечества παιδί (γιος) της πατρίδας.
-
8 усыновлённый
επ. από μτχ.υ ιοθετημένος, θετός υιός.
См. также в других словарях:
υἱός — huihus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἷος — υἱός huihus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑίος — υἱός huihus masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek
Υιός του ανθρώπου — Αυτοχαρακτηρισμός του Ιησού στα ευαγγέλια. Ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποίησε τον όρο αυτό είναι αντικείμενο πολλών ερμηνειών των σχολιαστών των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Μερικοί υποστηρίζουν ότι με τον όρο αντικαθιστά τη λέξη «εγώ», άλλοι… … Dictionary of Greek
υιός — ο το αρσενικό παιδί, ο γιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑέων — υἱός huihus masc gen pl ὑέω̆ν , υἱός huihus masc gen pl υἱός huihus masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱεῖς — υἱός huihus masc acc pl υἱός huihus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱοῖν — υἱός huihus masc gen/dat dual (attic epic doric) υἱός huihus masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱέων — υἱός huihus masc gen pl υἱέω̆ν , υἱός huihus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑεῖς — υἱός huihus masc acc pl υἱός huihus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)