-
41 παραλυω
тж. med.1) отвязывать, снимать(τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Her.; τὸν θώρακα Plut.)
2) (тайком) развязывать, распечатывать, в смысле обкрадывать(τὰ σακκία τῶν χρημάτων Diod.)
3) спускать (с привязи)(κύνα Xen.)
4) отделять, разлучать(τινὰ δάμαρτος Eur.)
5) отнимать, отбиратьΣμύρνη σφέων παρελύθη ὑπ΄ Ἰώνων Her. — Смирна была у них (эолян) отнята ионийцами
6) освобождать(τινὰ τῆς στρατεΐης Her.)
7) лишать(τινὰ τῆς στρατηγίης Her.)
τινὰ τῆς ὀργῆς π. Thuc. — унять чей-л. гнев;ἑαυτὸν τοῦ ζῆν π. Plut. — лишить себя жизни8) спасать(ψυχάν τινος Eur.)
9) отстранять, отвращать(Ἑλλάδος πόνους Eur.)
10) ослаблять, расслаблять(τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ Plut.)
ἥ δύναμις τῆς πόλεως παρελύθη Lys. — сила города (Афин) была надломлена;παραλελυμένος NT. = παραλυτικός -
42 περισσος
атт. περιττός 31) чрезвычайный, небывалый(δῶρα Hes.)
περισσὰ μηχανᾶσθαι Her. — творить странные дела;περισσὰ πράσσειν Soph. — делать непосильное;ἐκ περισσοῦ NT. — чрезвычайно;μᾶλλον περισσότερον NT. — еще более2) особенный, замечательный, необыкновенный(λόγος Soph.; ἄγρα, πάθος Eur.)
π. ὢν ἀνήρ Eur. — будучи необыкновенным человеком;κάλλει προσώπου θαυμαστὸς καὴ π. Plut. — замечательно красивый лицом3) превосходящий, высшийπ. τινος πρός τι Soph. — превосходящий кого-л. в чем-л;
λήψεσθαι περισσότερον χρῖμα NT. — получить более суровый приговор4) имеющийся в избытке, чрезмерный(αἱ δαπάναι Xen.)
περιττόν τι ἔχειν Xen. — иметь что-л. в избытке;ἥ περιττέ ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Plat. — чрезмерная забота о (своем) теле;τῶν ἀρκούντων περιττά Xen. — больше, чем достаточно;οἱ περισσοὴ ἱππεῖς Xen. — резерв конницы;τοῖς περιττοῖς χρήσασθαι Xen. — использовать избыток людей5) лишний, бесполезный, ненужный(πόνος Soph.)
περισσὰ κηρύσσειν τινί Aesch. — давать кому-л. бесполезные советы;περισσοὴ πάντες οὑν (= οἱ ἐν) μέσῳ λόγοι Eur. — все примирительные слова бесполезны6) неумеренный, преувеличенный (преувеличивающий)(λόγοι Plat.; πολυπράγμων καὴ π. Polyb.)
π. ἐν ἅπασι Plut. — ни в чем не знающий меры;περὴ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβές καὴ π. Plut. — слишком уж преданный уходу за своим телом;ὅ π. ἐν τοῖς λόγοις Aeschin. — не в меру речистый7) тонкий, проникновенный, проницательный(ἀκριβές καὴ περιττέ διάνοια Arst.)
8) нечетный(ἀριθμός Plat., Arst.). - см. тж. περισσά и περισσόν
-
43 προκλινω
-
44 προσπτυσσω
преимущ. med. προσπτύσσομαι, эп.-дор. тж. ποτιπτύσσομαι (эп. aor. προσπτυξάμην; conjct. προσπτύξωμαι - эп. προσπτύξομαι; pf. προσέπτυγμαι)1) med. прилегать, прильнуть(τινι Soph.)
π. στόμα и στόματός τινος Eur. — поцеловать кого-л.;προσπτύσσεται πλευραῖσιν χιτῶν Soph. — одежда прилипла к бокам (Геракла)2) обнимать(Παλλάδος βρέτας, σῶμα π. Eur.; med. πατέρα Hom., Eur.)
3) med. подходить (с просьбой)ποτιπτύσσεσθαί τινα Hom. — молить кого-л.
4) med. подходить с приветствием, приветствовать(τινα Hom.)
π. τινα ἔπεϊ HH. — обращаться к кому-л. с ласковым словом;θεῶν δαῖτας π. Pind. — справлять пиры в честь богов -
45 συνδεω
1) связывать(τινα Hom., Her., Soph., Eur.; τοὺς πόδας καὴ τὰς χεῖρας Plat.)
σ. ἑαυτόν Xen. — запутываться (в сетях);οἱ συνδεδεμένοι NT. — узники2) перевязывать(δέλτον Eur.)
σ. οἰὸς ἀώτῳ Hom. — перевязывать (раненую руку) овечьей шерстью;συνδεῖσθαι πέπλους Eur. — подпоясываться;συνδεδεμένος τὸ σῶμα Arst. — с худым телом, поджарый3) соединять(τί τινι Plat., Arst., τι πρός τι Arst. и τι ἀπό τινος Luc.)
ξυνδεῖσθαι πρός τι Plat. — вступать в союз для какой-л. цели -
46 φυσιολογεω
1) рассуждать о природеφ. περί τινος Arst., Plut., Diod. — рассуждать о природе чего-л. или о чем-л. с естественнонаучной точки зрения
2) естественнонаучно истолковывать(τι Plut.)
φ. τέν ψυχέν κινεῖν τὸ σῶμα Arst. — естественнонаучно объяснять, как душа приводит в движение тело
См. также в других словарях:
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 … Dictionary of Greek
ευημερία — η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος] αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ. β. «οικονομική ευημερία») μσν. αρχ. στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.) μσν. 1. εύνοια 2.… … Dictionary of Greek
καταναγκάζω — (AM καταναγκάζω) (αναγκάζω] αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι διά τής βίας, εξαναγκάζω (α. «τόν κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῡ τινος τοῡτο καταναγκάσαντος», Λουκιαν.) αρχ. 1. (κυρίως για εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη θέση του σπρώχνοντάς το… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
μισθαρνώ — (Α μισθαρνῶ, έω) [μίσθαρνος] 1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.) 2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος»,… … Dictionary of Greek
περίαπτος — η, ο / περίαπτος, ον, ΝΜΑ [περιάπτω] 1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν) καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή τού κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό αρχ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek