-
1 τρόπος
τρόπος (-ος, -ῳ, -ον, -οις.)a way, manner, method κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (i. e. of training) O. 8.63ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.14
ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν fr. 7. acc. pro adv.,τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις I. 6.58
b fashion, musical styleΜοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.4
ἀείδετοδὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελεταῖς τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν post Ἀσώπιχον del. Schr.) O. 14.17 παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (supp. Snell: [νόμ]ον G—H: τὴν ᾠδήν Σ.) Πα. 2. 1. ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.*cII pl., manners i. e. way of life.Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38
-
2 τρόπος
τρόπος, ου ὁ (τρέπω; Pind., Hdt.+).① the manner in which someth. is done, manner, way, kind, guise εἰς δούλου τρόπον κεῖσθαι appear in the guise of (=as) a slave (κεῖμαι 3c) Hs 5, 5, 5; 5, 6, 1.—ἐν παντὶ τρόπῳ in every way (3 Macc 7:8 v.l.) 2 Th 3:16. κατὰ πάντα τρόπον in every way or respect (X., An. 6, 6, 30 al.; Num 18:7; EpArist 215; Philo, Op. M. 10; SibOr 3, 430) Ro 3:2; IEph 2:2; ITr 2:3; ISm 10:1; IPol 3:2. μὴ … κατὰ μηδένα τρόπον by no means, not … in any way (at all) (SIG 799, 20 μηδὲ … κατὰ μηδένα τρόπον; 588, 44; PAmh 35, 28; 3 Macc 4:13b μὴ … κατὰ μηδένα τρ.; 4 Macc 4:24; 10:7; Just., D. 35, 7; cp. JosAs cod. A 23:1 [p. 75, 8 Bat.] οὐ … κατʼ οὐδένα τρ.) 2 Th 2:3. καθʼ ὸ̔ν τρόπον in the same way as (POxy 237 VIII, 29 καθʼ ὸ̔ν ἔδει τρόπον; CPR 5, 11; 9, 12; 10, 6; BGU 846, 12; 2 Macc 6:20; 4 Macc 14:17 v.l.) Ac 15:11; 27:25.—In the acc. (s. B-D-F §160; Johannessohn, Kasus 81f) τρόπον w. gen. like (Aeschyl., Hdt. et al.; Philo. Oft. w. animals: θηρίων τρόπον 2 Macc 5:27; 3 Macc 4:9; σκορπίου τρόπον 4 Macc 11:10) σητὸς τρόπον 1 Cl 39:5 (Job 4:19). τὸν ὅμοιον τρόπον τούτοις in the same way or just as they Jd 7 (cp. Tat. 26, 2 κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον ἡμῖν). ὸ̔ν τρόπον in the manner in which = (just) as (X., Mem. 1, 2, 59, An. 6, 3, 1; Pla., Rep. 5, 466e; Diod S 3, 21, 1; SIG 976, 35; 849, 13f; PLips 41, 9; Gen 26:29; Ex 14:13; Dt 11:25 and very oft. in LXX; TestJob. 37:3; Jos., Ant. 3, 50, Vi. 412b; Just., A I, 4, 7; Tat. 35, 1) Mt 23:37; Lk 13:34; Ac 7:28 (Ex 2:14); 1 Cl 4:10 (Ex 2:14); 2 Cl 9:4; corresponding to οὕτως (SIG 685, 51ff; Josh 10:1; 11:15; Is 10:11; 62:5; Ezk 12:11 al.; Just., A I, 7, 3, D. 94, 5; Mel., P. 42, 293) Ac 1:11; 2 Ti 3:8; 2 Cl 8:2; 12:4. τίνα τρόπον; in what manner? how? (Aristoph., Nub. 170; Pla., Prot. 322c; Jos., C. Ap. 1, 315; Just., A I, 32, 10) 1 Cl 24:4; 47:2 v.l. (Lat. quemadmodum).—In the dat. (B-D-F §198, 4; Rob. 487.—Pap. [Mayser II/2, p. 281]; Jos., Ant. 5, 339; Just., D. 10, 4; Tat. 17, 1) παντὶ τρόπῳ in any and every way (Aeschyl., Thu. et al.; X., Cyr. 2, 1, 13; Pla., Rep. 2, 368c; pap; 1 Macc 14:35; Jos., Ant. 17, 84; Just., D. 68, 2) Phil 1:18. ποίῳ τρόπῳ; (Aeschyl., Soph. et al.; TestJos 7:1; ApcrEzk [Epiph 70, 9]) Hv 1, 1, 7 (τόπῳ Joly). ποίοις τρόποις m 12, 3, 1.② the way in which a pers. behaves or lives, ways, customs, kind of life (Pind., Hdt. et al; Michel 545, 7; pap, LXX; Jos., Ant. 12, 252; Tat. 21, 2; SibOr 4, 35; ‘way of life, turn of mind, conduct, character’) Hv 1, 1, 2. ἀφιλάργυρος ὁ τρόπος Hb 13:5 (X., Cyr. 8, 3, 49 τρόπος φιλέταιρος). Also pl. (Aeschyl. et al.; Appian, Bell. Civ. 4, 95 §398; SIG 783, 11; IG XII/7, 408, 8; EpArist 144) ἔχειν τοὺς τρόπους κυρίου have the ways that the Lord himself had or which the Lord requires of his own D 11:8.—B. 656. DELG s.v. τρέπω C 2. M-M. -
3 τρόπος
A turn, direction, way,διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108
;διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189
, cf. 199: but,II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62
;πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192
;τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99
;ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47
;ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b
; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c
, etc.;οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20
:—in various adverbial usages:1 dat.,τίνι τρόπῳ;
how?A.
Pers. 793, S.OT10, E.Ba. 1294;τῷ τ.; S.El. 679
, E. Hipp. 909, 1008;ποίῳ τ.; A.Pr. 763
, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b
, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,τρόποισι ποίοις; S.OC 468
; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128
.2 abs. in acc.,τίνα τρόπον;
how?Ar.
Nu. 170, Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;ὃν τ.
how,D.H.
3.8; as, LXXPs.41(42).1;τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274
;πάντα τ. Ar.Nu. 700
(lyr.), etc.;μηδένα τ. X.Mem.3.7.8
; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58
;Σαμιακὸν τ. Cratin.13
; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1
, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6
;διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66
:—ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6
;εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8
; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43
, Isoc.4.95, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187
, Th.6.34;μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30
;μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3
:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67
, cf. 1.97, etc.;ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a
: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5
;κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451
(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8
, etc.;κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b
;κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28
: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14
.4 κατὰ τρόπον,a according to custom,κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b
; opp.παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63
, cf. Antipho 3.2.1.b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c
; opp. unreasonable, absurd,Id.
Cra. 421d, Tht. 143c, etc.; soθαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76
.III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109
;ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246
, cf. 630.2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;φιλανθρώπου τ. A.Pr.11
;γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92
;οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5
:—οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002
; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11
:—opp.ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d
, R. 470c:—after Adjs.,διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96
;σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21
:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39
;πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101
;μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311
;τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856
;νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736
;τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432
; opp. νόμοι, Th.2.39;ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d
.IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,Αύδιος τ. Pi.O.14.17
; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303
; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12
, cf. 2.1; of art in general,πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7
.V in speaking or writing, manner, style,ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d
, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.
; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143
G. -
4 τροπός
τροπόςtwisted leathern thong: masc nom sg -
5 τρόπος
τρόποςturn: masc nom sg -
6 τροπός
τροπός, ὁ,A twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole,τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782
, 8.53;τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359
; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ. -
7 τροπός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τροπός
-
8 τρόπος
-ου + ὁ N 2 68-44-65-14-53=244 Gn 26,29; Ex 2,14; 13,11; 14,13; 16,34way, manner Prv 9,11; method Est 8,12o; way of life, conduct 1 Sm 25,33; custom, condition 2 Mc 15,12;nature 4 Mc 2,8τρόπον τινός as, like (mostly with anim.) Jb 4,19; ὃν τρόπον as Gn 26,29; καθ’ ὃν τρόπον just as 2 Mc 6,20; κατὰ πάντα τρόπον in every way 3 Mc 3,24; κατὰ μηδένα τρόπον by no means 3 Mc 4,13Cf. DORIVAL 1994 366(Nm 18,7); LE BOULLUEC 1989 165(Ex 14,13) -
9 τρόπος
1) manner2) wayΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τρόπος
-
10 τρόπω
τρόποςturn: masc nom /voc /acc dualτρόποςturn: masc gen sg (doric aeolic)τροπόωmake to turn: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)τροπόωmake to turn: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————τρόποςturn: masc dat sg -
11 τροποί
τροπόςtwisted leathern thong: masc nom /voc plτροπόωmake to turn: pres subj mp 2nd sgτροπόωmake to turn: pres ind mp 2nd sgτροπόωmake to turn: pres subj act 3rd sg -
12 τροπόν
τροπόςtwisted leathern thong: masc acc sg -
13 τρόποι
τρόποςturn: masc nom /voc pl -
14 τρόποιν
τρόποςturn: masc gen /dat dual -
15 τρόποις
τρόποςturn: masc dat pl -
16 τρόποισι
τρόποςturn: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
17 τρόποισιν
τρόποςturn: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
18 τρόπον
τρόποςturn: masc acc sg -
19 τρόπου
τρόποςturn: masc gen sgτροπόωmake to turn: pres imperat act 2nd sgτροπόωmake to turn: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
20 τρόπους
τρόποςturn: masc acc plτροπόωmake to turn: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
τροπός — twisted leathern thong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — turn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… … Dictionary of Greek
τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] … Dictionary of Greek
διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… … Dictionary of Greek