Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

(τρόπος

  • 1 τρόπος

    τρόπος (-ος, -ῳ, -ον, -οις.)
    a way, manner, method κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (i. e. of training) O. 8.63

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.14

    ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν fr. 7. acc. pro adv.,

    τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις I. 6.58

    b fashion, musical style

    Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.4

    ἀείδετο

    δὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελεταῖς τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν post Ἀσώπιχον del. Schr.) O. 14.17 παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (supp. Snell: [νόμ]ον G—H: τὴν ᾠδήν Σ.) Πα. 2. 1. ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.*
    c
    II pl., manners i. e. way of life.

    Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38

    Lexicon to Pindar > τρόπος

  • 2 τρόπος

    τρόπος, ου ὁ (τρέπω; Pind., Hdt.+).
    the manner in which someth. is done, manner, way, kind, guise εἰς δούλου τρόπον κεῖσθαι appear in the guise of (=as) a slave (κεῖμαι 3c) Hs 5, 5, 5; 5, 6, 1.—ἐν παντὶ τρόπῳ in every way (3 Macc 7:8 v.l.) 2 Th 3:16. κατὰ πάντα τρόπον in every way or respect (X., An. 6, 6, 30 al.; Num 18:7; EpArist 215; Philo, Op. M. 10; SibOr 3, 430) Ro 3:2; IEph 2:2; ITr 2:3; ISm 10:1; IPol 3:2. μὴ … κατὰ μηδένα τρόπον by no means, not … in any way (at all) (SIG 799, 20 μηδὲ … κατὰ μηδένα τρόπον; 588, 44; PAmh 35, 28; 3 Macc 4:13b μὴ … κατὰ μηδένα τρ.; 4 Macc 4:24; 10:7; Just., D. 35, 7; cp. JosAs cod. A 23:1 [p. 75, 8 Bat.] οὐ … κατʼ οὐδένα τρ.) 2 Th 2:3. καθʼ ὸ̔ν τρόπον in the same way as (POxy 237 VIII, 29 καθʼ ὸ̔ν ἔδει τρόπον; CPR 5, 11; 9, 12; 10, 6; BGU 846, 12; 2 Macc 6:20; 4 Macc 14:17 v.l.) Ac 15:11; 27:25.—In the acc. (s. B-D-F §160; Johannessohn, Kasus 81f) τρόπον w. gen. like (Aeschyl., Hdt. et al.; Philo. Oft. w. animals: θηρίων τρόπον 2 Macc 5:27; 3 Macc 4:9; σκορπίου τρόπον 4 Macc 11:10) σητὸς τρόπον 1 Cl 39:5 (Job 4:19). τὸν ὅμοιον τρόπον τούτοις in the same way or just as they Jd 7 (cp. Tat. 26, 2 κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον ἡμῖν). ὸ̔ν τρόπον in the manner in which = (just) as (X., Mem. 1, 2, 59, An. 6, 3, 1; Pla., Rep. 5, 466e; Diod S 3, 21, 1; SIG 976, 35; 849, 13f; PLips 41, 9; Gen 26:29; Ex 14:13; Dt 11:25 and very oft. in LXX; TestJob. 37:3; Jos., Ant. 3, 50, Vi. 412b; Just., A I, 4, 7; Tat. 35, 1) Mt 23:37; Lk 13:34; Ac 7:28 (Ex 2:14); 1 Cl 4:10 (Ex 2:14); 2 Cl 9:4; corresponding to οὕτως (SIG 685, 51ff; Josh 10:1; 11:15; Is 10:11; 62:5; Ezk 12:11 al.; Just., A I, 7, 3, D. 94, 5; Mel., P. 42, 293) Ac 1:11; 2 Ti 3:8; 2 Cl 8:2; 12:4. τίνα τρόπον; in what manner? how? (Aristoph., Nub. 170; Pla., Prot. 322c; Jos., C. Ap. 1, 315; Just., A I, 32, 10) 1 Cl 24:4; 47:2 v.l. (Lat. quemadmodum).—In the dat. (B-D-F §198, 4; Rob. 487.—Pap. [Mayser II/2, p. 281]; Jos., Ant. 5, 339; Just., D. 10, 4; Tat. 17, 1) παντὶ τρόπῳ in any and every way (Aeschyl., Thu. et al.; X., Cyr. 2, 1, 13; Pla., Rep. 2, 368c; pap; 1 Macc 14:35; Jos., Ant. 17, 84; Just., D. 68, 2) Phil 1:18. ποίῳ τρόπῳ; (Aeschyl., Soph. et al.; TestJos 7:1; ApcrEzk [Epiph 70, 9]) Hv 1, 1, 7 (τόπῳ Joly). ποίοις τρόποις m 12, 3, 1.
    the way in which a pers. behaves or lives, ways, customs, kind of life (Pind., Hdt. et al; Michel 545, 7; pap, LXX; Jos., Ant. 12, 252; Tat. 21, 2; SibOr 4, 35; ‘way of life, turn of mind, conduct, character’) Hv 1, 1, 2. ἀφιλάργυρος ὁ τρόπος Hb 13:5 (X., Cyr. 8, 3, 49 τρόπος φιλέταιρος). Also pl. (Aeschyl. et al.; Appian, Bell. Civ. 4, 95 §398; SIG 783, 11; IG XII/7, 408, 8; EpArist 144) ἔχειν τοὺς τρόπους κυρίου have the ways that the Lord himself had or which the Lord requires of his own D 11:8.—B. 656. DELG s.v. τρέπω C 2. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > τρόπος

  • 3 τρόπος

    τρόπος, , ([etym.] τρέπω)
    A turn, direction, way,

    διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108

    ;

    διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189

    , cf. 199: but,
    II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;

    τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62

    ;

    πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192

    ;

    τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99

    ;

    ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47

    ;

    ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b

    ; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;

    ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c

    , etc.;

    οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20

    :—in various adverbial usages:
    1 dat.,

    τίνι τρόπῳ;

    how?

    A.Pers. 793

    , S.OT10, E.Ba. 1294;

    τῷ τ.; S.El. 679

    , E. Hipp. 909, 1008;

    ποίῳ τ.; A.Pr. 763

    , etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;

    ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b

    , etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,

    τρόποισι ποίοις; S.OC 468

    ; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;

    ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128

    .
    2 abs. in acc.,

    τίνα τρόπον;

    how?

    Ar.Nu. 170

    , Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;

    ὃν τ.

    how,

    D.H.3.8

    ; as, LXXPs.41(42).1;

    τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274

    ;

    πάντα τ. Ar.Nu. 700

    (lyr.), etc.;

    μηδένα τ. X.Mem.3.7.8

    ; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;

    τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58

    ;

    Σαμιακὸν τ. Cratin.13

    ; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,

    ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1

    , cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.
    3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—

    δι' οὗ τρόπου Men.539.6

    ;

    διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66

    :—

    ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6

    ;

    εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8

    ; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—

    ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43

    , Isoc.4.95, etc.;

    ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187

    , Th.6.34;

    μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30

    ;

    μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3

    :—

    ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67

    , cf. 1.97, etc.;

    ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a

    : in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—

    κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5

    ;

    κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451

    (lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;

    κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8

    , etc.;

    κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b

    ;

    κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28

    : in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—

    ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14

    .
    4 κατὰ τρόπον,
    a according to custom,

    κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b

    ; opp.

    παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63

    , cf. Antipho 3.2.1.
    b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;

    οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c

    ; opp.

    ἀπὸ τρόπου

    unreasonable, absurd,

    Id.Cra. 421d

    , Tht. 143c, etc.; so

    θαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76

    .
    5

    πρὸς τρόπου

    fitting, suitable,

    PCair.Zen.309.5

    (iii B. C.).
    III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.

    μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109

    ;

    ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246

    , cf. 630.
    2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;

    φιλανθρώπου τ. A.Pr.11

    ;

    γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92

    ;

    οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78

    ; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;

    ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5

    :—

    οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002

    ; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;

    πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11

    :—opp.

    ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d

    , R. 470c:—after Adjs.,

    διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96

    ;

    σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21

    :—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;

    σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39

    ;

    πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101

    ;

    μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311

    ;

    τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856

    ;

    νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736

    ;

    τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432

    ; opp. νόμοι, Th.2.39;

    ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d

    .
    IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,

    Αύδιος τ. Pi.O.14.17

    ; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;

    ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303

    ; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;

    ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12

    , cf. 2.1; of art in general,

    πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7

    .
    V in speaking or writing, manner, style,

    ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d

    , cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.
    VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,

    ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.

    ; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;

    αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143

    G.
    VII beam, Moschio ap.Ath.5.208c (so in Mod.Gr., cf. Glotta 11.249).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόπος

  • 4 τροπός

    τροπός
    twisted leathern thong: masc nom sg

    Morphologia Graeca > τροπός

  • 5 τρόπος

    τρόπος
    turn: masc nom sg

    Morphologia Graeca > τρόπος

  • 6 τροπός

    A twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole,

    τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782

    , 8.53;

    τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359

    ; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπός

  • 7 τροπός

    τροπός: pl., thongs or straps, by means of which oars were loosely attached to the thole - pins ( κληῖδες), Od. 4.782 and Od. 8.53. (See cut No. 32, d. Α later different arrangement is seen in the following cut, and in No. 38.)

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τροπός

  • 8 τρόπος

    -ου + N 2 68-44-65-14-53=244 Gn 26,29; Ex 2,14; 13,11; 14,13; 16,34
    way, manner Prv 9,11; method Est 8,12o; way of life, conduct 1 Sm 25,33; custom, condition 2 Mc 15,12;
    nature 4 Mc 2,8
    τρόπον τινός as, like (mostly with anim.) Jb 4,19; ὃν τρόπον as Gn 26,29; καθ’ ὃν τρόπον just as 2 Mc 6,20; κατὰ πάντα τρόπον in every way 3 Mc 3,24; κατὰ μηδένα τρόπον by no means 3 Mc 4,13
    Cf. DORIVAL 1994 366(Nm 18,7); LE BOULLUEC 1989 165(Ex 14,13)

    Lust (λαγνεία) > τρόπος

  • 9 τρόπος

    1) manner
    2) way

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τρόπος

  • 10 τρόπω

    τρόπος
    turn: masc nom /voc /acc dual
    τρόπος
    turn: masc gen sg (doric aeolic)
    τροπόω
    make to turn: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
    τροπόω
    make to turn: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ——————
    τρόπος
    turn: masc dat sg

    Morphologia Graeca > τρόπω

  • 11 τροποί

    τροπός
    twisted leathern thong: masc nom /voc pl
    τροπόω
    make to turn: pres subj mp 2nd sg
    τροπόω
    make to turn: pres ind mp 2nd sg
    τροπόω
    make to turn: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > τροποί

  • 12 τροπόν

    τροπός
    twisted leathern thong: masc acc sg

    Morphologia Graeca > τροπόν

  • 13 τρόποι

    τρόπος
    turn: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > τρόποι

  • 14 τρόποιν

    τρόπος
    turn: masc gen /dat dual

    Morphologia Graeca > τρόποιν

  • 15 τρόποις

    τρόπος
    turn: masc dat pl

    Morphologia Graeca > τρόποις

  • 16 τρόποισι

    τρόπος
    turn: masc dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > τρόποισι

  • 17 τρόποισιν

    τρόπος
    turn: masc dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > τρόποισιν

  • 18 τρόπον

    τρόπος
    turn: masc acc sg

    Morphologia Graeca > τρόπον

  • 19 τρόπου

    τρόπος
    turn: masc gen sg
    τροπόω
    make to turn: pres imperat act 2nd sg
    τροπόω
    make to turn: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > τρόπου

  • 20 τρόπους

    τρόπος
    turn: masc acc pl
    τροπόω
    make to turn: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > τρόπους

См. также в других словарях:

  • τροπός — twisted leathern thong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπος — turn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

  • τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) …   Dictionary of Greek

  • λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… …   Dictionary of Greek

  • τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] …   Dictionary of Greek

  • διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»