-
21 θησσα
-
22 θυηδοχος
-
23 θυωρος
ἥ [θύω I] (sc. τράπεζα) стол для жертвоприношения; у богов стол(οἱ θεοὴ τέν τράπεζαν θυωρὸν καλοῦσιν Pherecydes ap. Diog.L.)
-
24 κρεοπωλικος
-
25 κυανοπεζα
-
26 λιμωδης
21) голодныйλ. ὕπνος Plut. — сон на голодный желудок;
λιμῶδές τι ἀναφθέγγεσθαι Plut. — стонать от голода2) бедный, скудный(τράπεζα Plut.)
-
27 νυμφιος
-
28 ξενικος
1) касающийся иностранцевξενικὰ ἁμαρτήματα Plat. — преступления против иноземцев;
ξενικὸν ἀστικόν θ΄ ἅμα μίασμα Aesch. — преступление как против законов о чужеземцах, так и против законов внутренних2) воен. набираемый из иностранцев, наемный(νῆες Thuc.; ξ. στρατός Her.)
3) покровительствующий чужеземцам, охраняющий законы гостеприимства(θεός Plat.)
4) гостеприимный, радушный(τράπεζα Aeschin.)
5) чужеземный, иностранный, чужой(νομαῖα ἱρά Her.; λόγοι Arph.; ἱκτῆρες Eur.; ὀνόματα Plat.; μύρα καὴ πέμματα Plut.)
6) международный, т.е. общедоступный(ὁδός Plut.)
-
29 ξενιος
-
30 ξεστος
31) выстроганный, выглаженный, выскобленный, гладкий(τράπεζα, ἐλάτη, δίφρος Hom.)
2) (обтесанный, полированный(λίθοι Hom., Her.; μνῆμα Plut.); 3) построенный из тесаного камня (αἴθουσαι Hom.; ἀγυιαί, τύμβος Eur.)
-
31 πλουσιος
31) богатыйπτωχὸς ἀντὴ πλουσίου Soph. — (он станет) нищим из богатого;
Μίδου πλουσιώτερος Plat. — богаче (самого) Мидаса2) перен. богатый, обильный, пышный(τράπεζα Soph.; κτερίσματα Eur.)
-
32 πολυδαπανος
21) сопряженный с большими расходами, дорогостоящий(ἱρά Her.; τράπεζα Xen.)
2) много тратящий, расточительный(ἐξ εὐδιαίτου π. γεγενημένος Xen.)
-
33 σωφρων
эп. σαόφρων 2, gen. ονος1) обладающий здравым смыслом, благоразумный, рассудительный Hom., Her., Thuc.2) почтительный, благочестивый(περὴ θεούς Xen.)
3) сдержанный, воздержный, скромный(τράπεζα Eur.; βίος Plat.)
σ. ὅ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Plat. — скромен тот, кто умеряет (свои) страсти4) чистый, непорочный(εὐχαί Aesch.; ὑμέναιοι Eur.). - см. тж. σῶφρον
-
34 τριπους
I2, gen. ποδος1) треногий(τράπεζα Arph.)
2) размером в три фута(γραμμή Plat.)
3) идущий на трех ногах, т.е. опирающийся на палку(βροτός Hes.)
τριπόδας ὁδοὺς στείχειν Aesch. — идти, опираясь на палкуII- ποδος ὅ1) котел на трех ножкахτ. ἐμπυριβήτης Hom. или ἀμφίπυρος Soph. — треногий котел для нагревания воды, кипятильник
2) треногий стол Xen., Plut.3) культ. священный треножник (Пифии) Plat.τὰ ἐκ τρίποδος (sc. Δελφικοῦ) Plut. — прорицания Дельфийского оракула
-
35 φιλοξενος
эп. φιλόξεινος 2гостеприимный, радушный(βρωτοί Hom.; τὰ δώματα, τοὔπος Aesch.; τράπεζα Plut.)
φιλόξενον ἔργον Pind. — гостеприимство, радушный прием -
36 φιλοποιος
-
37 φλεγμαινω
1) подвергаться воспалению(ὄμμα φλεγμαῖνον Plut.)
τὸ σφυρὸν ἐφλέγμηνεν Arph. — лодыжка воспалена;ὃσα φ. λέγεται τοῦ σώματος Plat. — то, что называется воспалительными процессами в теле2) находиться в лихорадочном состоянии(φλεγμαίνουσα πόλις Plat., Plut.)
τὰ φλεγμαίνοντα τῶν πραγμάτων Plut. — политические волнения (смуты)3) блистатьφλεγμαίνουσα τράπεζα Plut. — роскошный стол
-
38 χρηματιστηριον
τό1) верховный государственный орган, судилище(εἷς λόγος καὴ κοινὸν χ. Diod.)
2) торговая палата, место заключения коммерческих сделок(χ. καὴ τράπεζα Plut.)
-
39 άγιος
α, ο [ία, ον] 1.1) святой, священный; Αγία Γραφή священное писание; Αγία Τράπεζα алтарь; Άγιον Βήμα амвон; 2) просвещённый; 3) благочестивый, набожный; 4) очень худой, слабый; 2. (ο) святой; κάνω τον άγιο разыгрывать из себя святого, прикидываться святым; § τα άδγια των αγίων святая святых; τον έκανα άγιο я его умолял, молил -
40 αγροτικός
η, ό[ν]1) сельский, крестьянский;πληθυσμός — сельское население;αγροτικό νοικοκυριό — крестьянское хозяйство, крестьянский двор;
αγροτικό κίνημα — крестьянское движение;
2) сельскохозяйственный; аграрный;αγροτική Τράπεζα — сельскохозяйственный банк;
αγροτική οικονομία — сельское хозяйство;
αγροτική χώρα (μεταρρύθμιση) — аграрная страна (реформа);
αγροτικό ζήτημα — аграрный вопрос;
3) полевой;αγροτικές εργασίες — полевые работы
См. также в других словарях:
τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — table fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα … Dictionary of Greek
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… … Dictionary of Greek
Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)