-
1 θυωρος
ἥ [θύω I] (sc. τράπεζα) стол для жертвоприношения; у богов стол(οἱ θεοὴ τέν τράπεζαν θυωρὸν καλοῦσιν Pherecydes ap. Diog.L.)
См. также в других словарях:
θυωρός — ὁ, ἡ (Α) 1. ο επιμελητής τών θυσιών, τών ιερών προσφορών 2. ως επίθ. ο ορισμένος για τις θυσίες («θυωρός τράπεζα» η τράπεζα η ορισμένη για τις θυσίες, Φερεκρ.) 3. μυροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ (πρβλ. θύος) + ωρός. Το β συνθετικό είτε < Fορος… … Dictionary of Greek
θυωρός — taking care of offerings masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυωρόν — θυωρός taking care of offerings masc/fem acc sg θυωρός taking care of offerings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυωροί — θυωρός taking care of offerings masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυωροῦ — θυωρός taking care of offerings masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυωρίτης — θυωρίτης, ὁ (Α) [θυωρός] 1. αυτός που υπηρετεί ως θυωρός* 2. μτφ. κριτής, εξεταστής («θυωρίτης κάλλους» Κριτής τής ομορφιάς, Λυκόφρ.) … Dictionary of Greek
θυωρίς — (ενν. τράπεζα), ἡ (Α) τράπεζα για ιερές προσφορές, τράπεζα για θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θυωρός*] … Dictionary of Greek