-
1 πολυδαπανος
21) сопряженный с большими расходами, дорогостоящий(ἱρά Her.; τράπεζα Xen.)
2) много тратящий, расточительный(ἐξ εὐδιαίτου π. γεγενημένος Xen.)
-
2 πολυδάπανος
η, ο [ος, ον ]1) дорогостоящий; 2) разорительный -
3 πολυέξοδος
η, ο [ος, ον ] см. πολυδάπανος
См. также в других словарях:
πολυδάπανος — causing great expense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
πολυδάπανος — η, ο 1. αυτός που δαπανά πολλά, ο σπάταλος. 2. αυτός που απαιτεί πολλές δαπάνες, πολυέξοδος, ακριβός: Κάνει πολυδάπανη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυδαπανωτέρων — πολυδάπανος causing great expense fem gen comp pl πολυδάπανος causing great expense masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαπάνως — πολυδάπανος causing great expense adverbial πολυδάπανος causing great expense masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάπανον — πολυδάπανος causing great expense masc/fem acc sg πολυδάπανος causing great expense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαπανώτατος — πολυδάπανος causing great expense masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαπανώτερα — πολυδάπανος causing great expense neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαπανώτεροι — πολυδάπανος causing great expense masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαπάνοις — πολυδάπανος causing great expense masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδαπάνου — πολυδάπανος causing great expense masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)