-
101 χιμάραρχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιμάραρχος
-
102 ἀντίτραγος
A the eminence of the external ear, Aret. CD1.2, Poll.2.85, Ruf. ap. Orib.25.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίτραγος
-
103 ἄρθεος
ἄρθεος· τράγος, Hsch. -
104 ἐγκιλικεύομαι
ἐγκῐλῐκ-εύομαι, = sq., Suid.A s.v. Κιλίκιος τράγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκιλικεύομαι
-
105 ἐπιτραγία
ἐπιτρᾰγ-ία, ἡ, epith. of Aphrodite, from a she-goat, which was changed into a he-goat ([etym.] τράγος), Plu.Thes.18, IG3.335.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτραγία
-
106 ἑβδομαῖος
A on the seventh day,ἱδρώς Hp.Aph.4.36
; ἑ. πυρετός a fever recurring every seven days, Id.Epid.1.24:ἑ. τραγῳδοί Luc.Hist.Conscr.1
: with a Verb,διεφθείροντο ἑβδομαῖοι Th.2.49
, cf. X.HG5.3.19, Plu.Galb.7;ἑ. ἡμέρα PSI6.690
(i/ii A.D.).II [suff] ἑβδομ-αῖον, τό, monthly festival of Apollo, IG22.1357 (iv B.C.), cf. ἑβδομαγέτης: pl., Schwyzer 687 B4 (Chios, vii/vi B.C.), 726.6 (Milet., v B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑβδομαῖος
-
107 ἠλιβάτας
A haunting the heights,τράγος Antiph.133.3
, cf. Anaxil.12 (- βάτους codd.):—hence [suff] ἡλῐ-βᾰτέω, haunt the heights, Sch. Il.15.273.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠλιβάτας
-
108 ὑλιβάτης
Aταῦρος Eust.
, unmetrically), Antiph.133.3 (anap., cod.A.Ath.;ἠλιβάτας Eust.
); also δέλφακας ὑλιβάτους Anaxil.12 (lyr., cod.A Ath.): perh. =A muclwalker ([etym.] ὗλις), esp. in Anaxil. l.c., but ἠλιβάτας, -τους are prob. in both places: ὑλιβάταισι occurs with little context in IG22.4762 (i/ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑλιβάτης
-
109 ὑπηνήτης
A one that is just getting a beard (cf. foreg.), πρῶτον ὑ. a youth with his first beard, Il.24.348, Od.10.279, cf. Pl.Prt. 309b (quoting Homer), Him.Ecl.13.24, al.; Ἑρμῆς ὑ., opp. Ζεὺς γενειήτης, Luc. Sacr.11: generally, bearded,τράγος AP6.32
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπηνήτης
-
110 ἀρτυσίτραγος
-
111 βούτραγος
βού-τραγος, Stierbock, ein fabelhaftes Tier -
112 ἐπιτραγία
ἐπι-τραγία, Beiw. der Aphrodite, von einer in einen Bock, τράγος, verwandelten Ziege -
113 ἐπίτραγος
ἐπί-τραγος, geil schießend; οἱ ἐπίτραγοι, lange, unfruchtbare Ranken eines Weinstocks -
114 ἡμίτραγος
ἡμί-τραγος, ὁ, Halbbock -
115 κοτινοτράγος
-
116 κρῑθοτράγος
-
117 πρότραγος
-
118 σῡκοτράγος
-
119 χιμάραρχος
χιμάρ-αρχος, ὁ, τράγος, der Ziegenanführer, der Leitbock -
120 ἔβρος
Grammatical information: m.Meaning: τράγος βάτης καὶ ποταμὸς Θρᾳκης H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etymology. Cf. Wahrmann Glotta 19, 186f.Page in Frisk: 1,435Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔβρος
См. также в других словарях:
Τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
τράγος — ο 1. το αρσενικό γίδι, τραγί. 2. κληρικός. 3. μικρή προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού. 4. είδος πόας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… … Dictionary of Greek
Τράγε — Τράγος he goat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγε — τράγος he goat masc voc sg τράγω pres imperat act 2nd sg τράγω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τρώγω gnaw aor imperat act 2nd sg τρώγω gnaw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοιο — Τράγος he goat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοιο — τράγος he goat masc gen sg (epic) τράγω pres opt mp 2nd sg τρώγω gnaw aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)