-
21 κρῑθο-τράγος
κρῑθο-τράγος, Gerste fressend, Ar. Av. 231.
-
22 κοτινο-τράγος
κοτινο-τράγος, die Frucht des wilden Oelbaumes fressend, Ar. Av. 240.
-
23 βού-τραγος
βού-τραγος, ὁ, Stierbock, ein fabelhaftes Thier, Philostr. v. Apoll. 6, 24.
-
24 ἀρτυσί-τραγος
ἀρτυσί-τραγος, ὁ, Opferdiener in Delos, Ath. IV, 173 a.
-
25 ἐπί-τραγος
ἐπί-τραγος, geil schießend; οἱ ἐπίτραγοι, lange, unfruchtbare Ranken eines Weinstocks, D. Hal. epit. 17, 2; vgl. Poll. 7, 152.
-
26 ἡμί-τραγος
ἡμί-τραγος, ὁ, Halbbock, Planud.
-
27 Αποδιοπομπαίος τράγος
• Козел отпущенияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αποδιοπομπαίος τράγος
-
28 Τράγε
Τράγοςhe-goat: masc voc sg -
29 Τράγοι
Τράγοςhe-goat: masc nom /voc pl -
30 Τράγοιο
Τράγοςhe-goat: masc gen sg (epic) -
31 Τράγοις
Τράγοςhe-goat: masc dat pl -
32 Τράγον
Τράγοςhe-goat: masc acc sg -
33 Τράγου
Τράγοςhe-goat: masc gen sg -
34 Τράγους
Τράγοςhe-goat: masc acc pl -
35 Τράγων
Τράγοςhe-goat: masc gen pl -
36 τράγε
τράγοςhe-goat: masc voc sgτράγωpres imperat act 2nd sgτράγωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)τρώγωgnaw: aor imperat act 2nd sgτρώγωgnaw: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
37 τράγοι
τράγοςhe-goat: masc nom /voc plτράγοῑ, τράγωpres opt act 3rd sgτράγοῑ, τρώγωgnaw: aor opt act 3rd sg -
38 τράγοιο
τράγοςhe-goat: masc gen sg (epic)τράγωpres opt mp 2nd sgτρώγωgnaw: aor opt mid 2nd sg -
39 τράγοις
τράγοςhe-goat: masc dat plτράγωpres opt act 2nd sgτρώγωgnaw: aor opt act 2nd sg -
40 τράγον
τράγοςhe-goat: masc acc sgτράγωpres part act masc voc sgτράγωpres part act neut nom /voc /acc sgτράγωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)τράγωimperf ind act 1st sg (homeric ionic)τρώγωgnaw: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)τρώγωgnaw: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
Τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
τράγος — ο 1. το αρσενικό γίδι, τραγί. 2. κληρικός. 3. μικρή προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού. 4. είδος πόας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… … Dictionary of Greek
Τράγε — Τράγος he goat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγε — τράγος he goat masc voc sg τράγω pres imperat act 2nd sg τράγω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τρώγω gnaw aor imperat act 2nd sg τρώγω gnaw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοιο — Τράγος he goat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοιο — τράγος he goat masc gen sg (epic) τράγω pres opt mp 2nd sg τρώγω gnaw aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)