-
21 ἀγέρωχος
ἀγέρωχος, bei Hom. achtmal, Odyss. 11, 286 Περικλύμενόν τ' ἀγέρωχον, Iliad. 10, 430 Μυσοί τ' ἀγέρωχοι, 2, 654 Ῥοδίων ἀγερώχων, 3, 36. 5, 623. 7, 343. 16, 708. 21, 584 Τρώων ἀγερώχων; Ableitung und Bedeutung nicht sicher; Aristarch erklärte, ὅτι Ὅμηρος ἀγερώχους τοὺςἄγαν γεραόχουςκαὶ σεμνοὺςλέγει, daß er das Wort gebrauche ἐπὶ τῶν γεραόχων, σεμνῶν καὶ ἐντίμων, f. Aristonic. in den Scholl. Iliad. 3, 36. 10, 430. Vgl. Plutarch. Fab. 19 u. Buttm. Lexil. 2, 98 ff. – Bei Pind. νίκη Ol. 11, 82, στεφάνωμα πλούτου P. 1, 50, ἔργματα N. 6, 34; Anacr. φυτόν, von der Rose, 54, 23. – Im tadelnden Sinne (ἀλαζών, ὑβρι-στής), nach Eust. schon Archil. u. Alcaeus, bes. Polyb. u. Sp.; καὶ ἄκοσμα πάϑη Plut. Symp. 3, 4, 1; sogar vom ὄνος Luc. Asin. 40; von Ziegen Philostr. – Adv., ἀγερώχως ὄμμα γαῦρον ἔχει τράγος Anyt. 10 (IX, 745); Polyb. oft.
-
22 ἐπι-τραγία
ἐπι-τραγία, Beiw. der Aphrodite, von einer in einen Bock, τράγος, verwandelten Ziege, Plut. Thes. 18.
-
23 ὑλι-βάτης
-
24 ἔν-ορχις
-
25 ἀρτυσίτραγος
-
26 βούτραγος
βού-τραγος, Stierbock, ein fabelhaftes Tier -
27 ἐπιτραγία
ἐπι-τραγία, Beiw. der Aphrodite, von einer in einen Bock, τράγος, verwandelten Ziege -
28 ἐπίτραγος
ἐπί-τραγος, geil schießend; οἱ ἐπίτραγοι, lange, unfruchtbare Ranken eines Weinstocks -
29 ἡμίτραγος
ἡμί-τραγος, ὁ, Halbbock -
30 κοτινοτράγος
-
31 κρῑθοτράγος
-
32 πρότραγος
-
33 σῡκοτράγος
-
34 χιμάραρχος
χιμάρ-αρχος, ὁ, τράγος, der Ziegenanführer, der Leitbock
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — he goat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
τράγος — ο 1. το αρσενικό γίδι, τραγί. 2. κληρικός. 3. μικρή προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού. 4. είδος πόας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… … Dictionary of Greek
Τράγε — Τράγος he goat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγε — τράγος he goat masc voc sg τράγω pres imperat act 2nd sg τράγω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τρώγω gnaw aor imperat act 2nd sg τρώγω gnaw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοιο — Τράγος he goat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγοιο — τράγος he goat masc gen sg (epic) τράγω pres opt mp 2nd sg τρώγω gnaw aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)