-
21 μένος
A might, force,μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι Il.6.265
;μ. χειρῶν 5.506
(more freq.μ. καὶ χεῖρες 6.502
, al.);μ. καὶ γυῖα 6.27
.2 of animals, strength, fierceness, παρδάλιος, λέοντος, 17.20; of horses, spirit, ib. 456, 476, etc.;ἵππος κατασθμαίνων μένει A.Th. 393
; ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους, of dogs, X.Cyn.6.15.3 of things, force, might, [ ἔγχεος] Il.13.444;ἠελίοιο Od.10.160
;πυρός Il.6.182
, Ar.Ach. 665;ποταμῶν Il.12.18
, cf. A.Pr. 720;ἄστρων θερμὸν μ. Parm.11.3
;ἀνέμων Emp.111.3
; ;χαλινῶν ἀναύδῳ μένει A. Ag. 238
(lyr.); (anap.);τὸ ἀπὸ τοῦ οἴνου μ. Hp.Acut. 63
, cf. VM9.4 life,ἀπὸ γὰρ μ. εἵλετο χαλκός Il.3.294
;λύθη ψυχή τε μ. τε 5.296
; φυσῶσι μέλαν μ. the black life-blood, S.Aj. 1412 (anap.), cf. A.Ag. 1067.II of the soul, spirit, passion, μ. ἀνδρῶν the battlerage of men, Il.2.387;μ. Ἄρηος 18.264
: less freq. in pl., mostly in phraseμένεα πνείοντες 2.536
, al.;μένος καὶ θυμός 5.470
, al., h.Cer. 361;μ. καὶ θάρσος Il.5.2
, Od.1.321;μ. ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόν 22.312
; : also in [dialect] Att., ;ὅτε ζέσειεν τὸ τοῦ θυμοῦ μ. Pl.Ti. 70b
;μένους τὴν ψυχὴν πληρουμένην Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a2 (but νοῦς.. πληρωθεὶς μένους filled with spiritual exaltation, Plot.5.5.8);θυμὸς ὁ κρατέων τῶ μένεος Theag.
ap. Stob.3.1.117; προθυμία καὶ μ., μ. καὶ θάρρος, X.Cyr.3.3.61, HG7.1.31;παντὶ μένει σπεύδων Hes.Sc. 364
.2 intent, purpose, [Τρώων] μ. αἰὲν ἀτάσθαλον their bent is aye to folly, Il.13.634: in pl., intents,ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς 8.361
: hence, temper, disposition, in compds., like εὐμενής, δυσμενής.III in periphr., like βίη, etc., ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο, for Antinous himself, Od.18.34;μένος Ἀτρεΐδαο Il.11.268
;μένε' ἀνδρῶν 4.447
, Od.4.363;καταφθιμένου μ. ἀνδρός Emp.111.9
;αἴης λάσιον μ. Id.27.2
; αἰθέριον μ., = αἰθήρ, Id.115.9. (Cf. Skt. mánas 'spirit', 'passion', Gr. μέμονα, μαίνομαι.) -
22 ἡδονή
ἡδονή, ῆς, ἡ (s. prec. entry; Pre-Socr., Trag., Hdt.+).① state or condition of experiencing pleasure for any reason, pleasure, delight, enjoyment, pleasantness (Diod S 3, 10, 2; Pr 17:1; Jos., Ant. 3, 19; 4, 88) ἡδονὴν ἡγεῖσθαί τι consider someth. pleasure 2 Pt 2:13. ἡδονὴν ἔχει τί τινι someth. causes pleasure to someone 2 Cl 15:5. Of a desire to do good (Pla., Aristot.; Jos., C. Ap. 2, 189) Hs 6, 5, 7.—Usu. in a bad sense: (evil) pleasure, (illicit) desire (Demosth. 18, 138 ἐπὶ τ. λοιδορίαις ἡδ. ‘delight in reviling’; Musonius 89, 16f: opp. ἀρετή. Oft. Philo, Herm. Wr.; Ath. 34, 1 πάσης αἰσχρᾶς ἡδονῆς) more fully ἡδ. κακή ITr 6:2; IPhld 2:2. Usu. pl. (Vett. Val. 76, 1; 4 Macc 5:23; 6:35; Just., A I, 21, 5) τοῦ βίου pleasures of life Lk 8:14; IRo 7:3. Abs. (w. ἐπιθυμίαι, as Dio Chrys. 32 [49], 9; Ael. Aristid. 35, 27 K.=9 p. 108 D.; 4 Macc 5:23; Philo, Agr. 83; 84 al.; Mel., P. 50, 361) Tit 3:3; Dg 9:1.—Js 4:1, 3; Dg 6:5; Hs 8, 8, 5; 8, 9, 4. πρὸς ἡδονὴν ἐδέσμευεν the devil bound humanity to its lust AcPlCor 2:11.② pleasurable experience of sensation, agreeable taste (Sopater in Athen. 14, 649a ἡδ. τραγημάτων al.; Num 11:8; Wsd 16:20; Jos., Ant. 3, 28) ἡδονὴν ἔχειν have a pleasant taste Hm 10, 3, 3. ἡδονὴ τοῦ οἴνου 12, 5, 3.—Renehan ’75, 100. DELG s.v. ἥδομαι A. M-M. TW. Sv. -
23 κρᾶσις
κρᾶσις, ἡ, das Mischen, die Mischung; bes. vom Mischen des Weins mit Wasser, ἡ τοῦ οἴνου πρὸς τὸ ὕδωρ, Ath. II, 45 d u. A. Auch Libation gemischtes Weins, Aesch. frg. 49. – Uebh. von jeder Mischung (μίξις, Mengung), durch welche die gemischten Stoffe sich so innig verbinden, daß sie ihre eigene Natur verlieren u. zusammen einen neuen Stoff bilden; ἔδειξα κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων Aesch. Prom. 480; ἐκ κράσεως πρὸς ἄλληλα Plat. Theaet. 152 d; καί τις ἀήϑης κρᾶσις ἀπό τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη ὁμοῦ καὶ ἀπὸ τῆς λύπης Phaed. 59 a; κρᾶσιν εἶναι καὶ ἁρμονίαν τὴν ψυχήν 86 b; μο υσικὴ καὶ γυμναστική Rep. IV, 441 e; von der Temperatur der Luft, Phaed. 111 b; vgl. ὡρῶν κρᾶσις Poll. 6, 178; χρωμάτων Luc. Zeux. 5. – Bei den Grammatikern die Verschmelzung zweier Sylben zu einem Mischlaute, τοὔλαιον statt τὸ ἔλαιον, ϑοἰμάτιον = τὸ ἱμάτιον.
-
24 κατά-μιξις
κατά-μιξις, ἡ, Vermischung, Sp., wie Plut., ἡ πρὸς τὸ σῶμα κ. τοῦ οἴνου adv. Col. 6; Diosc.
-
25 δια-θερμασία
δια-θερμασία, ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.
-
26 ἀποῤ-ῥοφάω
ἀποῤ-ῥοφάω od. ἀποῤ-ῥοφέω, abschlürfen, abtrinken, ἀπεῤῥόφησας τοῦ οἴνου Xen. Cyr. 1, 3, 10.
-
27 ἐπι-πίνω
ἐπι-πίνω (s. πίνω), dazu, dabei trinken; κυκεῶνα Ar. Pax 696; ἐπιπίνοντες τοῦ οἴνου Plat. Rep. II, 372 b; darauf, nachher trinken, μετὰ τὸν σῖτον οἶνον Xen. Cyr. 6, 2, 28; bes. vom Nachtrunk nach beendeter Mahlzeit, Eupol. bei Ath. I, 17 e; vgl. Ar. Equ. 354. Aus Homer rechnet man als Tmesis καὶ ἐπ' ἄκρητον γάλα πίνων Od. 9, 297 hierher.
-
28 ἐπί-σπεισις
ἐπί-σπεισις, ἡ, τοῠ οἴνου, das Daraufgießen des Weines beim Opfer, Her. 2, 39.
-
29 απορροφεω
-
30 διαθερμασια
-
31 διοιστρεω
-
32 επιπινω
1) (после чего-л.) выпивать, запивать(ἄκρητον γάλα Hom. - in tmesi; κυκεῶνα Arph.; ὕδωρ Arst.; ὄξος Plut.)
ἐ. μετὰ τὸν σῖτον οἶνον Xen. — пить вино после еды2) (при чем-л., во время чего-л.) пить(τοῦ οἴνου Plat.)
-
33 επισπεισις
-
34 ισοκριθος
2равный по цене ячменюτοῦ οἴνου ὅ μετρητὸς ἰ. ἐστιν Polyb. — метрет вина в одной цене с метретом ячменя
-
35 κατακερασις
-
36 καταμιξις
- εως ἥ примешивание, примесь(ἐκκρίνεσθαι διὰ τέν κατάμιξιν Arst.; τοῦ οἴνου πρός τι Plut.)
-
37 μεθυσκω
(fut. μεθύσω с ῠ)1) поить допьяна, опьянять(δι΄ ἡδονῆς Plat.; τινὰ οἴνῳ Luc.)
; pass. пьянеть(νέκταρος Plat.; οἴνῳ и ἐκ τοῦ οἴνου Plat.)
πίνων οὐ μεθύσκεται Xen. — он пьет и не пьянеет2) окроплять, орошать(τέφρην, βωμοὺς ἐν γάλακτι Anth.)
-
38 νευρον
τό1) сухожилие(ὀστᾶ τε καὴ νεῦρα Plat.)
2) волокно(φυτῶν Plat.)
3) ( сделанные из сухожилий) нить, шнур4) преимущ. pl. сила, крепость, мощь(τῆς τραγῳδίας Arph.; τοῦ οἴνου Plut.; τῶν πραγμάτων Aeschin.)
5) тетива Polyb.6) струна(νεῦρα τινάσσειν Anth.)
-
39 οχλωδες
- ου τό1) хлопотность, затруднительность, сложность(τῆς παρασκευῆς Thuc.)
2) опьяняющее действие(τοῦ οἴνου Plut.)
-
40 παραθεσις
- εως ἥ1) сопоставление, сравнение(π. καὴ σύγκρισις Polyb.; τῶν ἐναντίων Plut.)
2) нагромождение, скопление(τῶν ὀνομάτων, τῶν χορηγιῶν Polyb.)
; pl. запасы, ресурсы Polyb.3) заготовка, хранение(τοῦ οἴνου καὴ τῶν ἀκροδρύων Diod.)
4) (поданное) кушанье, блюдо Polyb., Plut.5) смежность, близость, соседство(τῆς πόλεως Polyb.)
6) изложение, перечисление(τῶν μαρτυριῶν Diog.L.)
7) предложение, рекомендация, совет(αἱ τῶν φίλων παραθέσεις Polyb.)
8) паратеза ( род или прием гимнастической борьбы) Plut.9) грам. рядоположение, (простое) словосочетание (напр. Διόσ-κοροι, в отличие от σύνθεσις словосложение, напр. Διο-γενής)
См. также в других словарях:
Μουσείο Οίνου (Σαντορίνης) — Ανάμεσα στα πολλά αξιοθέατα γεωλογικά, αρχαιολογικά και ιστορικά που προσφέρει η Σαντορίνη στους χιλιάδες επισκέπτες της περιλαμβάνεται και ένα Μουσείο Οίνου που εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί στο Βύθωνα. Στεγάζεται στον υπόγειο χώρο κάναβα του … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
виньныи — ВИНЬНЫИ1 (37) пр. 1.Являющийся причиной чего л.: Манихеи... си равномощьноу и противноу двоицю именоующе хоулѩть бж(с)тво. ѡво оу||бо свѣтоу. ѡво же тьмѣ винноу. (παραίτιον) КР 1284, 383б в; бл҃гъ б҃ъ истиньно бо изгл҃ано и виненъ ѥсть бл҃гмъ,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
PARIES — an ex par, quia semper duo pares: an ex paro, i. e. struo? Aeliô Gallô finitore, sive murus, sive maceria est, l. 157. ff. de verb. signif. Leoni Bapt. Alber. l. 1. omnis structura sic dicitur, quae a solo in altum surrexit ad ferendum onus… … Hofmann J. Lexicon universale
οινοθήρας — οἰνοθήρας ὁ (Α) (πιθ. γρφ.) φυτό τού οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό τού οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek