-
41 πατεω
эол. μᾰτέω1) топтать(ἀλλήλους Plat.; τέν ληνὸν τοῦ οἴνου NT.)
2) ступать, ходить(σκολιαῖς ὁδοῖς Pind.; ἐπάνω ὄφεων καὴ σκορπίων NT.)
π. πρὸς βωμόν Aesch. — направляться к алтарю;π. δωμάτων πύλας Aesch. — направляться к воротам;τέν Λῆμνον π. Soph. — ходить по Лемносу, т.е. оставаться (жить) на Лемносе;νῶτα Τυρσηνῆς ἁλὸς π. Anth. — плавать по Тирренскому морю;χῶρος οὐχ ἁγνὸς π. Soph. — место, куда нельзя ступать3) перен. топтать, попирать, грубо нарушать(τὰς θεῶν τιμάς Soph.; τὰ ταῖν θεαῖν ψηφίσματα Arph.)
4) осквернять, позорить(εὐνὰς ἀδελφοῦ Aesch.)
5) всесторонне или долго изучать(τὸν Τισίαν Plat.; Αἴσωπον Arph.)
-
42 τρυγωδες
-
43 υποθερμος
21) немного горячительный, крепковатый(τοῦ οἴνου δύναμις Plut.)
2) довольно яростный, злобный(πολέμιος Her.; γύναιον Luc.)
-
44 отстой
το κατακάθι, το ίζημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отстой
-
45 шпунт
1. тех. η αυλακιά 2. (пробка, которой закрывают неперебродившее вино) το (ειδικό ξύλινο) πώμα του οίνου 3. (инс-трумент скульптора) το κοπίδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шпунт
-
46 ἀνυψόω
V 0-1-0-5-24=30 1 Sm 2,7; Ps 112(113),7; DnLXX 4,22(19); 5,0.2A: to raise up, to lift up, to exalt [abs.] (of God) 1 Sm 2,7; id. [τινα] Ps 112(113),7; to raise up, to set up[τι] Ezr 4,12; to lift up from [ἀπό τινος] Sir 33,9; to extol [τι] Sir 13,23; to increase [τι] Sir 20,28 P: to become tall DnLXX 4,22(19)Βαλτασαρ ἀνυψούμενος ἀπὸ τοῦ οἴνου Baltasar was inebriated, in high spirits DnLXX 5,0, cpr. DnLXX5,2; ἀνύψωσεν εἰς αἰῶνα τὸ κέρας αὐτοῦ he exalted his horn for ever, gave him strength (semit.) Sir 47,11neol.Cf. LUST 1993b 43(DnLXX 5,2) -
47 δροσίζω
A bedew, besprinkle, in [voice] Med., Ar.Ra. 1312 (lyr.), prob. in E.Hyps.Fr.9.4:—later in [voice] Act., Posidon.20 J., Babr.12.16:— [voice] Pass., Hp.Ulc.12; dewy,D.L.
7.152: metaph.,ἡνίκ' ἂν ὑπὸ τοῦ οἴνου δροσισθῇ ἡ ψυχή Epict.Gnom.26
.II intr., form dew, Arist.Pr. 939b38;δροσίζων ἱδρώς Herod.Med.
in Rh.Mus. 58.99; to be in a flaccid condition, of the body, Philostr.Gym.48, cf. Archig. ap. Aët.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δροσίζω
-
48 κατάμειξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάμειξις
-
49 καταψελλίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταψελλίζομαι
-
50 λαγήναρχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγήναρχος
-
51 μεθύω
μεθύω [ῠ], ([etym.] μέθυ), only [tense] pres. and [tense] impf.: [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Act. belong to μεθύσκω ( μεθύσας is f.l. in Nonn.D.28.211; μεθύσαντας is f.l. for - τες in Plu.2.239a), [tense] aor. being supplied by [voice] Pass. of μεθύσκω:—A to be drunken with wine,νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς Od.18.240
; μεθύων, opp. νήφων, Thgn.478, 627, cf. Alc.Supp.4.12, Pi.Fr. 128, Ar.Pl. 1048, PHal.1.193 (iii B. C.), etc.;μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου X. Smp.2.26
; τὸ μεθύειν drunkenness, Antiph.187.2, Alex.43;τὸ μ. πημονῆς λυτήριον S.Fr. 758
.II metaph.,1 of things, to be drenched, steeped in any liquid, c. dat., e.g.βοείην.. μεθύουσαν ἀλοιφῇ Il.17.390
;μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Babr.114.1
; [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. AP9.277
(Antiphil.).2 of persons, to be intoxicated with passion, pride, etc.,ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης X.Smp.8.21
;ὑπὸ τρυφῆς Pl.Criti. 121a
;ἔρωτι Anacr.19
;τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων D.4.49
;περὶ τὰς ἡδονάς Philostr.VS1.22.1
;οὐ μ. τὴν φρόνησιν Alex.301
;μ. τὸ φίλημα AP5.304
. -
52 στόμωμα
II () hardened iron, steel, Χαλυβδικὸν ς. Cratin. 247, Daimach.4J., cf. LXX Si.34(31).26;τὰ -ώματα ποιοῦσιν οὕτως Arist.Mete. 383a33
, cf. Plu.2.510f, 625b, 693a;ὄξει διαπύρου σιδήρου σ. κατασβέσας Id.Lyc.9
; hard edge or point welded into a blade or shaft, or steel for this purpose, PCair.Zen. 782 (a).6,64, al. (iii B.C.), PPetr.2pp.6,7 (iii B.C.), Arr.Tact.12.2, Ael.Tact.13.2, BGU1028.14 (ii A.D.), PSI10.1125.4 (iv A.D.); steel plates for repair of gates, ταῖς πύλαις.. στομώματα K. KourouniotesἘλευσινιακά 1.190.25
, cf. 29 ([place name] Eleusis).2 λεπὶς στομώματος a scale which flies from hammered iron, Dsc.5.78, Gal.12.416; στόμωμα alone, Dsc.4.48 (dub. l.), Cels. 6.6.5, Plin.HN34.108.3 metaph. of an army (cf.στόμα 111.1b
),τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν ὥσπερ σ. προτεταγμένην Plu.2.326b
;οἱονεὶ σ. τῆς δυνάμεως D.S.19.30
: henceσ. εἰς μάχην ἡ ἀρχή Plu.Flam. 2
, cf.3: alsoσ. τοῦ οἴνου Id.2.692d
; τῆς ἀνδρείας ib.988d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόμωμα
-
53 συνθολόω
A make muddy, metaph.,τὴν γνώμην Lib.Or.18.286
:— [voice] Pass.,ψυχὴ μὴ ξυντεθολωμένη ὑπὸ τοῦ οἴνου Philostr.VA2.37
;ἐν ταῖς μέθαις καὶ ταῖς ἀπεψίαις πᾶς ἀτμὸς.. συντεθόλωται Sor.1.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθολόω
-
54 τρυγώδης
τρῠγώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγώδης
-
55 ἀνανήφω
A become sober again, come to one's senses, Arist.Mir. 847b9;ἐκ μέθης D.H.4.35
, cf. Lync. ap. Ath.3.109e;ἐκ τοῦ οἴνου Nic.Dam. p.7
D.; return to sobriety of mind, 2 Ep.Ti.2.26; recover from a swoon, Charito 3.1, D.Chr.4.77.2 trans., make sober again, Luc.Bis Acc.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνανήφω
-
56 ἀπορροφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορροφέω
-
57 ἐνυψόω
-
58 ἐπιπίνω
A drink afterwards or besides, Hp.Acut.56, Ar. Pax 712; opp. προπίνω, Ctes.Fr.57.25; ἐ. τοῦ οἴνου drink some wine with their food, Pl.R. 372b; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; Arist.EN 1146a35: esp. drink after eating,κρέ' ἔδων καὶ ἐπ' ἄκρητον γάλα πίνων Od. 9.297
;θύννεια.. καταφαγών, κᾆτ' ἐπιπιὼν ἀκράτον.. χοᾶ Ar.Eq. 354
, cf. Pl. 1133, Philem.85.3;ἐ. μετὰ τὸν σῖτον οἶνον X.Cyr.6.2.28
: abs.,τὸ πρῲ 'πιπίνειν Eup.351
(Elmsl. for πρῶτ' ἐπ.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπίνω
-
59 ὑπαναφλέγομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαναφλέγομαι
-
60 ὑπεξάπτω
A kindle secretly or gradually,τινὶ πόθον τινός Ael.NA14.20
:—[voice] Pass.,ὑ. ἐκ τοῦ οἴνου Id.VH14.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεξάπτω
См. также в других словарях:
Μουσείο Οίνου (Σαντορίνης) — Ανάμεσα στα πολλά αξιοθέατα γεωλογικά, αρχαιολογικά και ιστορικά που προσφέρει η Σαντορίνη στους χιλιάδες επισκέπτες της περιλαμβάνεται και ένα Μουσείο Οίνου που εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί στο Βύθωνα. Στεγάζεται στον υπόγειο χώρο κάναβα του … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
виньныи — ВИНЬНЫИ1 (37) пр. 1.Являющийся причиной чего л.: Манихеи... си равномощьноу и противноу двоицю именоующе хоулѩть бж(с)тво. ѡво оу||бо свѣтоу. ѡво же тьмѣ винноу. (παραίτιον) КР 1284, 383б в; бл҃гъ б҃ъ истиньно бо изгл҃ано и виненъ ѥсть бл҃гмъ,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
PARIES — an ex par, quia semper duo pares: an ex paro, i. e. struo? Aeliô Gallô finitore, sive murus, sive maceria est, l. 157. ff. de verb. signif. Leoni Bapt. Alber. l. 1. omnis structura sic dicitur, quae a solo in altum surrexit ad ferendum onus… … Hofmann J. Lexicon universale
οινοθήρας — οἰνοθήρας ὁ (Α) (πιθ. γρφ.) φυτό τού οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό τού οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek