-
121 περιοικοδομέω
II enclose by building round,τὸ χωρίον D.55.3
; ὑμᾶς ib.29 ; (ii B.C.):—[voice] Pass., to be built up, walled in,ἐν τῷ ἱερῷ Th.3.81
; περιῳκοδομημένα [θηρία] X. Cyr.1.4.11 ; τὸ περιοικοδομημένον space built round, enclosure, Hdt.7.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιοικοδομέω
-
122 περιστίζω
A prick or dot all round, περιέστιζε [ τοῖσι μαζοῖσι] τὸ τεῖχος she stuck the wall all round with the breasts, Hdt.4.202 ; περιστίξαντες (v.l. περιστήσαντες, πέριξ στήσαντες Dobree) κατὰ τὰ ἀγγήϊα τοὺς τυφλούς having set them at equal distances round.., ib.2 (expld. by Hsch. ἀπὸ τοῦ στίχειν).II Gramm., mark with dots,τὸ λ Gal. 16.800
;τὸ ι καὶ τὸ υ EM169.37
, cf. 462.39 ([voice] Pass.): [tense] pf. part. [voice] Pass. περιεστιγμένος, η, ον, marked with dots, διπλῆ Sch.Il.p.xliii Dind., etc. ; ὀβελός, etc., D.L.3.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστίζω
-
123 περιτειχίζω
2 surround with a wall, so as to beleaguer,πόλιν κύκλῳ Th.2.78
, cf. 4.69;Μυτιλήνην ἐν κύκλῳ ἁπλῷ τείχει Id.3.18
;τείχει διπλῷ D.59.102
:— [voice] Pass., Th.3.68.II build round, in [voice] Med.,ξύλινον τεῖχος πολίταις Themist.Ep.8
:—[voice] Pass.,ὁ περιτετειχισμένος κύκλος X.HG5.3.22
.III metaph., fortify,θεωρίαν ἐρείσμασι Vett.Val.334.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτειχίζω
-
124 περιφέρω
A carry round,τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾶσαν γῆν Hdt. 4.36
; carry about with one, ib.64; παῖδ' ἀγκάλαισι π. E.Or. 464, cf. Men.Sam.29; ; ὀκλαδίαν prob. in Id.Eq. 1385 :—[voice] Pass., c. acc. loci, περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ τεῖχος being carried round the wall, Hdt.1.84 : abs., Σωκράτη.. περιφερόμενον swinging about (in a basket), Pl.Ap. 19c;πίνειν.. σκύφον περιφερόμενον Arist.Pol. 1324b18
.2 move round, π. τὸν πόδα bring the foot round in mounting a horse, X.Eq.7.2 ; hand round at table, Id.Cyr. 2.2.2, al. ([voice] Act. and [voice] Pass.);τὸ βλέμμα π. εἰς τοὺς παρόντας Plu. Agis18
;π. κλήρους Id.2.737d
([voice] Pass.).b in Tactics, wheel,τοῦ συντάγματος περιενεχθέντος Ascl.Tact.10.4
, cf. Ael.Tact.25.5.c intr., turn round, (Ephesus, iii B.C.).4 carry round, publish, make known,π. τι πανταχόσε Plu.2.8o
f:—[voice] Pass., τοῦ Πιττακοῦ.. περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα was passed from mouth to mouth, Pl.Prt. 343b, cf. R. 402a, 402c, Demod. 383c;ὁ περιφερόμενος στίχος Plb.5.9.4
, etc.; of a person,περιενεχθῆναι εὐνοίᾳ καὶ θαυμασθῆναι παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις Phld.Acad.Ind.p.75
M.6 bring round in the end, determine, reduce, subject,περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας Id.Per.15
, cf. Galb.8;τὴν Ἰταλίαν π. ἐς λιμόν App.BC5.143
; εἰς συμφορὰς π. Id.Pun.86;εἰς ἀπάθειαν Plu.2.165b
, cf. 546c:—[voice] Pass.,ἐς Ῥωμαίους πάντα περιηνέχθη App.Mith.68
;τὸ σπέρμα ἐς θῆλυ περιηνέχθη Hp.Genit.6
.7 carry round or back (in memory), οὔτε μέμνημαι τὸ πρῆγμα οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων nor does any of these things carry me back to the knowledge of it, Hdt.6.86.β'; π. τίς με καὶ μνήμη Pl.La. 180e
;τοῦ πράγματος ἤδη -φέροντος αὐτὸν τῇ ὑπονοίᾳ Plu.2.522c
.8 turn round, make dizzy, turn mad,ἡ συκοφαντία π. σοφόν LXXEc.7.8(7)
:—[voice] Pass., to be turned giddy, -φερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμωμένων Plu.Caes.32
;ψυχὴ δυνάμει -φερομένη Id. Dio 11
;κακοῦ μεγέθει -φερόμενος J.AJ17.5.2
.II intr., survive, endure, hold out, Th.7.28, Thphr.HP9.12.1, J.AJ17.6.1: also c. acc., survive, outlast,ἡμέραν App.BC2.149
; τὰς εἰδούς ib. 153.III [voice] Pass., go round, rotate,ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ Pl.Prm. 138c
;πάντα -φερόμενα ὁρᾶν Ath. 4.156c
;ἐνιαυτοῦ -φερομένου Hdt.4.72
; ἐν ἴσῳ χρόνῳ π. Arist.Cael. 290a5; ; of argument,εἰς ταὐτὸ π. ἀεί Pl.Grg. 517c
, cf. Lg. 659d;εἰς τὰ πρότερα Id.R. 456b
.2 wander about, X.Cyn.3.5;λόγος.. ἀνοήτως π. ἐν συμποσίῳ Plu.2.716f
; to be unstable,ἡ περιφερομένη εἱμαρμένη Id.Aem.27
, cf. Galb.6; περιφερόμενοι τύπτουσι at random, Arist.Metaph. 985a14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφέρω
-
125 περιφρουρέω
A guard on all sides, blockade closely, OGI199.17 ([place name] Adule), D.C.40.36:—[voice] Pass.,τὸ τεῖχος, ᾧ περιεφρουροῦντο οἱ Πλαταιῆς Th.3.21
: metaph.,πλήθει βίβλων -πεφρούρημαι Vett.Val.271.8
; but, to be protected, Paul.Aeg.6.105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφρουρέω
-
126 περιχαρακόω
A surround with a stockade,τὸ τεῖχος Aeschin.3.236
; fortify, Plb.4.56.8;π. [πόλιν] ἐκ θαλάσσης ἐς θάλασσαν Ph.Bel. 96.39
; blockade, besiege, App.Hisp.90:—[voice] Pass., to be besieged, Polyaen. 2.2.5 ([suff] περιχᾰρᾰκ-εύομαι ibid., s.v.l.): metaph.,πατ ρίδα συμβουλίαις -κεχαρακωμένην Din.1.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιχαρακόω
-
127 πλίνθινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλίνθινος
-
128 πολίζω
Aἐπόλισσα A.R.1.178
,πόλισσα Il.7.453
: ([etym.] πόλις):— build a city: generally, build,[τεῖχος] πολίσσαμεν Il.
l.c.; ἣν ἐπόλισσεν (sc. τὴν πάτρην) Epigr.Gr. 982 ([place name] Philae):—[voice] Pass.,Ἴλιος πεπόλιστο Il. 20.217
;Δωδώνη πεπόλισται Hes.Fr.134.5
, cf. Hdt.4.108, 5.52, al.;ἐφ' ἁμαξῶν πεπολισμένοι Philostr. VA6.25
:—[voice] Med., build for oneself, A.R.1.1346;τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο D.H.1.30
.II build a city or cities on or in a place,χωρίον πολίζειν X.An.6.6.4
;τὴν χώραν Str.8.5.4
;τὸν τόπον Plu.Rom.9
:—[voice] Pass., .—[dialect] Ep., [dialect] Ion., X., and later Prose.
См. также в других словарях:
τεῖχος — wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τείχος — το ους, πληθ. τείχη, τα, ψηλόχτιστο αμυντικό οχύρωμα πόλης ή άλλου χώρου: Τα μακρά τείχη της Αθήνας. – Σινικό τείχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αδριάνειο τείχος — Το Α. ή Ρωμαϊκό Τείχος της Σκοτίας χτίστηκε το 122 126 μ.Χ. για να εξασφαλιστούν οι παραμεθόριες επαρχίες της ρωμαιοκρατούμενης Βρετανίας από τις βόρειες επιδρομές. Είχε μήκος περίπου 117 χλμ., ύψος 5 μ. και πλάτος 2 3 μ. Σύμφωνα με την παράδοση … Dictionary of Greek
Αδριανού, Τείχος — Βλ. λ. Αδριάνειο τείχος … Dictionary of Greek
Σινικό Τείχος — Το μεγάλο τείχος της Κίνας. Κατά την παράδοση οικοδομήθηκε τον 3o αι. π.Χ. από το Σι Χουάνγκ Τι της δυναστείας των Τσ’ ιν. Βλ. λ. Κίνα. Άποψη του Σινικού Τείχους από ψηλά (φωτ. ΑΠΕ) … Dictionary of Greek
Αβώνου τείχος — Αρχαία πόλη της Παφλαγονίας, στον Εύξεινο Πόντο. Αργότερα ονομάστηκε Ινέμπολις, κατά παραφθορά του ονόματος Ιωνόπολις, που της δόθηκε χάρη στην επιμονή κάποιου μάντη, που λεγόταν Αλέξανδρος και διατηρούσε εκεί το μαντείο του. Ο Λουκιανός, στο… … Dictionary of Greek
Ηραίον Τείχος — Αρχαίαμικρή πόλη της Θράκης, αποικία των Σαμίων, μεταξύ Βισάνθης και Περίνθου. Επειδή την πολιορκούσε ο Φίλιππος B’, ζητήθηκε συνδρομή από τους συμμάχους Αθηναίους. Αυτοί ψήφισαν την αποστολή βοήθειας 40 τριηρών και 60 ταλάντων· έδωσαν όμως μόνο… … Dictionary of Greek
Λευκό Τείχος — Ονομασία αρχαίου τείχους, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν χτισμένο κοντά στη Μέμφιδα της Αιγύπτου. Εκεί κατέφυγαν οι Πέρσες και οι Μήδοι και όσοι από τους Αιγυπτίους δεν είχαν επαναστατήσει εναντίον του Αρταξέρξη Α’ (5ος αι. π.Χ.), όπως… … Dictionary of Greek
Νέον Τείχος — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και φρούριο της Θράκης, η σημερινή Ραιδεστός. Βρισκόταν στα Ν της Βισάνθης και πάνω στην Προποντίδα. 2. Πόλη που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως μια από τις 11 αιολικές πόλεις. Είχε ιδρυθεί το 1150 π.Χ. από άποικους … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek