-
1 τετράμετρα
τετράμετροςconsisting of four metres: neut nom /voc /acc pl -
2 κατα-λέγω
κατα-λέγω (s. λέγω), 1) niederlegen, zu Bett bringen, im act. nur Hesych. – Med., Hom., bes. in den syncop. Formen, ἔνϑ' ὁ γέρων κατέλεκτο, dort legte er sich nieder, Il. 9, 662, καταλέχϑαι, schlafen, Od. 15, 393, εὐνῇ ἐνὶ μαλακῇ καταλέγμενος 22, 196; aor. I. med., κατελέξατο, er legte sich hin, Il. 9, 690 Od. 10, 555; fut. καταλέξεται Hes. O. 521 u. sp. D. – 2) auslesen, auswählen, τῶν χρησμῶν, aus den Orakeln, Her. 7, 6; bes. Soldaten ausheben u. in die Soldatenlisten eintragen, στρατιώτας, Ar. Ach. 1029; Lys. 14, 6 u. A.; τοὺς ἐχϑροὺς κατέλεγον εἰς τὰς ναῦς, sie hoben ihre Feinde für die Schiffe, zum Seedienst aus, Thuc. 3, 75; τοὺς πλουσιωτάτους ἐκ πασῶν τῶν ἐκεῖ πόλεων ἱπποφορεῖν κατέλεξε Xen. Hell. 3, 4, 15. – Pass., bes. aor. κατελέγην, Plat. Legg. VI, 762 e; στρατεύεσϑαι τὸν καταλεγέντα XII, 943 a; ὥστε οὐδὲ τῶν τριςχιλίων κατελέγην Lys. 30, 8, ich wurde nicht einmal zu den 3000 gewählt; πλουσίους κατειλεγμένους εἰς τὴν σύγκλητον Plut. Pomp. 13, in den Senat gewählt, gerechnet. Seltener so das med., ὁπλίτας καταλεγόμενος Thuc. 7, 31; Plat. Legg. VI, 760 b; κατελέξατο στρατιάν Xen. Hell. 1, 4, 21; – darunter rechnen, τὸν Ἡρακλέα καταλεγόμενον εἰς τοὺς ϑεούς D. Sic. 4, 39; εὐεργεσίαν κατέλεγεν, er rechnete es als eine Wohlthat an, Xen. An. 2, 6, 27. – 3) der Reihe nach erzählen, vollständig hererzählen, ἀτρεκέως κατάλεξον u. ä., sehr häufig bei Hom. im fut. u. aor., μνηστῆρας ἀριϑμήσας κατάλεξον Od. 16, 235, ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξας Il. 19, 186; Her. 4, 50. 83. 114 u. öfter, bes. von der Genealogie; selten in attischer Prosa, wie Xen. Hem. 2, 4, 4 Plat. Ep. VII, 327 e. Auch im med., τὸν πλωτικὸν καταλεξώμεϑα, wir wollen betrachten, Plat. Ax. 368 b. – Aufzählen, Plat. Hipp. mai. 285 e; – τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν, hersagen, vortragen, Xen. Conv. 6, 3; vgl. Ath. IV, 149 e.
-
3 καταλεγω
I(fut. καταλέξω, aor. κατέλεξα, pf. κατείλοχα; pass.: aor. 1 κατελεχθην, aor. 2 κατελέγην) тж. med.1) выбирать, избиратьκ. τῶν ἀστῶν Her. — выбирать из среды граждан;
κ. τῶν χρησμῶν Her. — выбирать из числа прорицаний2) перебирать по порядку, излагать, рассказывать(πᾶσαν ἀληθείην Hom.; τῶν Σκυθέων τέν ἀπορίαν Her.)
ἀτρεκέως κατάλεξον Hom. — правдиво расскажи (мне);τούτων τῶν καταλεχθέντων γίνεται ὅ Ἴστρος Her. — из (слияния) этих перечисленных (рек) рождается Истр3) называть, перечислять(βασιλέων οὐνόματα Her.)
4) произносить вслух, читать, декламировать(τετράμετρα Xen.)
5) вносить (в списки), записывать(εἰς κατάλογον Lys.)
κ. τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποφορεῖν Xen. — внести самых богатых (граждан) в списки поставщиков лошадей6) причислять, зачислять, включать(τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς Diod.; τινὰ τῶν τριηραρχῶν Isae.)
7) производить набор, набирать(ὁπλίτας Thuc.; στρατιώτας Arph.; στρατιάν Plat.)
στρατεύεσθαι καταλέγεσθαι Plat. — быть призванным в войска;κατελέγην στρατιώτης Lys. — я был зачислен солдатом8) считать, полагать(τινὰ πλούσιον Plat.)
II(только med.: fut. καταλέξομαι, 3 л. sing. aor. 1 κατελέξατο, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέλεκτο, part. καταλέγμενος, inf. pf. καταλέχθαι)1) ложиться спать(ἔνθ΄ ὅ γέρων κατέλεκτο Hom.)
2) спать(εὐνῇ ἔνι μαλακῇ Hom.)
-
4 καταλέχω
καταλέγω (A),------------------------------------καταλέγω (B),A recount, tell at length and in order, Hom., always in [tense] fut. or [tense] aor. 1,ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως καταλέξω Il.10.413
, al.; τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον ib. 384, al.;πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον 24.407
: freq. in Hdt., as 4.83, 114; ἑξῆς κ. Ath.13.610b; κ. τὰς προσηγορίας ib.c:—[voice] Pass., τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.4.50, cf. 23, al.:—[voice] Med., Ps.-Hdt.Vit.Hom.21: folld. by interrog. Adv.,κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.17.44
, 3.97; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώει.. tell me the tale of that unhappy man, 4.832.b repeat, recite,τῶν Χρησμῶν Hdt.7.6
;τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν X.Smp.6.3
;τὰς πατρίους εὐχάς Herm.Hist.2
; καταλέγεσθαι· ὀδύρεσθαι τὸν τεθνεῶτα, Hsch.; cf.κατάλεγμα, καταλογή 111
.2 reckon up, tell in full tale,μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od.16.235
; of a line of kings or ancestors,κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου.. βασιλέων τ καὶ λ οὐνόματα Hdt.2.100
;τοὺς αἰεὶ πατέρας Id.6.53
; κ. ἑωυτὸν μητρόθεν reckoned up his pedigree, Id.1.173;κ. τοὺς ἄρχοντας Pl.Hp.Ma. 285e
, cf.Ep. 327e, X.Mem.2.4.4:—later in [voice] Med., Ph.1.187, 2.593, Ath.11.504f.b reckon, count as, οὒς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Pl.Lg. 742e, cf. X.An.2.6.27: so perh. in [voice] Pass.,Χήρα -έσθω 1 Ep.Ti.5.9
.3 with [tense] pf.κατείλοχα Paus.10.24.1
:—[voice] Pass., [tense] aor. (v. infr.): [tense] pf. κατείλεγμαι; [ per.] 3pl. [tense] plpf.κατειλέχατο J.AJ19.1.15
:— enumerate, draw up a list, hence, enrol, enlist,ἄνδρας οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ Hdt.1.59
; στρατιώτας, ὁπλίτας, Ar.Ach. 1065, Lys. 394, etc.;ἱππέας Arist.Ath.49.2
;κ. εἰς ὁπλίτας Lys.15.7
;εἰς τὸν κατάλογον Ἀθηναίων Id.25.16
;ἐς τὰς ναῦς Th.3.75
: generally,τοὺς πεντακισχιλίους Arist.Ath.29.5
;κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς D.S.4.39
: c. dat.,κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Philostr.VS1.22.3
,cf. 1.25.3 (nisi leg. ἐγκατ-): c. inf., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. X.HG3.4.15:—in [voice] Med., enrol for oneself, δορυφόρους, ὁπλίτας, Hdt.1.98, Th.7.31:—[voice] Pass. ([tense] aor. 2 κατελέγην more common in [dialect] Att. than [tense] aor. 1, cf. IG22.896.9, Pl.Lg. 762e, 943a), to be enlisted or enrolled, Hdt.7.1; τῶν τρισχιλίων κ. to be enrolled of their number, Lys.30.8;κ. στρατιώτης Id.9.4
;κατειλεγμένος ἱππεύειν Id.16.13
;καταλεγεὶς τῶν τριηράρχων Is.7.5
;ὁ κατειλεγμένος D.39.8
; εἰς τὴν σύγκλητον κ. Plu.Pomp.13; ἀγορανόμον -λεγέντα, = Lat. adlectum inter aedilicios, Ann.Epigr.1905.120.4 later, select, :—[voice] Med., τὸν πλωτικὸν [ βίον] Pl.Ax. 368b.II = μηνύειν, τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπιβουλήν J. AJ15.3.2: c. gen., inform against, ib.19.6.3; accuse, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέχω
-
5 τροχερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχερός
-
6 καταλέγω
κατα-λέγω, (1) niederlegen, zu Bett bringen; ἔνϑ' ὁ γέρων κατέλεκτο, dort legte er sich nieder; καταλέχϑαι, schlafen; κατελέξατο, er legte sich hin. (2) auslesen, auswählen, τῶν χρησμῶν, aus den Orakeln; bes. Soldaten ausheben u. in die Soldatenlisten eintragen; τοὺς ἐχϑροὺς κατέλεγον εἰς τὰς ναῦς, sie hoben ihre Feinde für die Schiffe, zum Seedienst aus. Pass. ὥστε οὐδὲ τῶν τριςχιλίων κατελέγην, ich wurde nicht einmal zu den 3000 gewählt; πλουσίους κατειλεγμένους εἰς τὴν σύγκλητον, in den Senat gewählt, gerechnet; εὐεργεσίαν κατέλεγεν, er rechnete es als eine Wohltat an. (3) der Reihe nach erzählen, vollständig hererzählen; bes. von der Genealogie; τὸν πλωτικὸν καταλεξώμεϑα, wir wollen betrachten. Aufzählen; τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν, hersagen, vortragen
См. также в других словарях:
τετράμετρα — τετράμετρος consisting of four metres neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… … Dictionary of Greek
επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και … Dictionary of Greek
σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… … Dictionary of Greek
Ηρακλής μαινόμενος — Τραγωδία του Ευριπίδη. Χρονολογείται κατά προσέγγιση μεταξύ 421 και 415 π.Χ. Είναι το πρώτο από τα έργα που σώζονται και περιέχουν τροχαϊκά τετράμετρα, χαρακτηριστικό των όψιμων έργων του Ευριπίδη. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ο Λύκος από την … Dictionary of Greek
Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… … Dictionary of Greek