-
1 σχεδια
ион. σχεδίη ἥ1) плот Hom. etc.σ. διφθερίνη Xen. — кожаный плот (т.е. из надутых мехов)
2) понтонный мост, понтон Aesch., Her.3) судно, ладья Eur., Theocr. -
2 σχεδία
η плот -
3 σχεδία
[схэдиа] ουσ θ плот. -
4 σχεδιη
-
5 λινοδεσμος
-
6 εκτελώ
(ε) (αόρ. εξετέλεσα) μετ.1) выполнить, исполнять, осуществлять; совершить;εκτελώ έργον (διαταγήν) — выполнять работу (приказ);
εκτελώ ποινή (δικαστική απόφαση) — приводить в исполнение приговор;
εκτελώ καθήκοντα ( — или χρέη) κάποιου — исполнить чьи-л. обязанности;
εκτελώ τα σχέδια μου — осуществлять свои планы;
τό καθήκον μου — выполнять свой долг;εκτελώ έγκλημα — совершать преступление;
εκτελώ απειλήν — осуществлять угрозу;
2) муз. исполнять;3) расстреливать -
7 εξανεμίζω
-
8 σχέδιο(ν)
τό1) проект; план;τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;
σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;
σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;
καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;
εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;
2) план, замысел, намерение; цель;πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;
3) чертёж; схема;4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);
6) образчик; фасон;κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;
§ τον πήρε το σχέδιο(ν) — он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)
-
9 σχέδιο(ν)
τό1) проект; план;τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;
σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;
σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;
καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;
εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;
2) план, замысел, намерение; цель;πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;
3) чертёж; схема;4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);
6) образчик; фасон;κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;
§ τον πήρε το σχέδιο(ν) — он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)
-
10 χαλνώ
χαλνάω (αόρ. (ε)χάλασα, παθ. αόρ. χαλάστηκα) 1. μετ.1) портить;χαλνώ τό ρολόι — испортить часы;
χαλνώ τό κέφι — испортить настроение;
χαλνώ τη δουλειά — испортить дело;
τα χαλνώ με κάποιον — испортить отношения с кем-л.;
τα χαλάσαμε мы порвали отношения, мы разошлись;2) разрушать, сносить (здание); 3) изнашивать; εχάλασβ δυό ζευγάρια παπούτσια он износил две пары ботинок; 4) тратить, расходовать; изводить, переводить (разг); χαλάσαμε πολλά λεφτά мы истратили много денег; 5) перен. портить, калечить; развращать; лишать девственности;χαλνώ τό παιδί με τα πολλά χάδια — испортить ребёнка баловством;
6) менять, разменивать (деньги);χάλασε μου ένα χιλιάρικο разменяй мне тысячу драхм; 7) расстраивать, портить; причинять вред;χαλνώ την υγεία (τό στομάχι) — расстраивать здоровье (желудок);
8) расстраивать, нарушать, мешать осуществлению;χαλνώ τα σχέδια — расстраивать планы;
2. αμετ.1) портиться, ломаться; разрушаться; χάλασε το ρολόϊ μου мой часы сломились; χάλασε ο δρόμος (ο καιρός) дорога (погода) испортилась; χάλασε το σπίτι μου мой дом разрушился; 2) портиться (о продуктах); χάλασε το κρασί вино прокисло; 3) дурнеть, терять привлекательность; 4) расстраиваться (о здоровье, планах и т. п.)
См. также в других словарях:
σχεδία — σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδίᾳ — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδίαι , σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… … Dictionary of Greek
σχεδία — η πλεούμενο πρόχειρα κατασκευασμένο από ξύλα δεμένα μεταξύ τους: Πέρασαν το ποτάμι με σχεδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχέδια — σχέδιος near neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
σχεδίας — σχεδίᾱς , σχέδιος near fem acc pl σχεδίᾱς , σχέδιος near fem gen sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱς , σχεδία raft fem acc pl σχεδίᾱς , σχεδία raft fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδίαι — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδίαν — σχεδίᾱν , σχέδιος near fem acc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱν , σχεδία raft fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιάσας — σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem acc pl (doric) σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem gen sg (doric) σχεδιάσᾱς , σχεδιάζω do aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιᾶς — σχεδιᾶ̱ς , σχεδιάζω do fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)