Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(σχεδία

  • 1 σχεδια

         σχεδία
        ион. σχεδίη ἥ
        1) плот Hom. etc.
        

    σ. διφθερίνη Xen.кожаный плот (т.е. из надутых мехов)

        2) понтонный мост, понтон Aesch., Her.
        3) судно, ладья Eur., Theocr.

    Древнегреческо-русский словарь > σχεδια

  • 2 σχεδία

    η плот

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σχεδία

  • 3 σχεδία

    [схэдиа] ουσ θ плот.

    Эллино-русский словарь > σχεδία

  • 4 σχεδιη

         σχεδίη
         ион. = σχεδία См. σχεδια

    Древнегреческо-русский словарь > σχεδιη

  • 5 λινοδεσμος

        2
        связанный льняными канатами
        

    (σχεδία Aesch.)

    Древнегреческо-русский словарь > λινοδεσμος

  • 6 εκτελώ

    (ε) (αόρ. εξετέλεσα) μετ.
    1) выполнить, исполнять, осуществлять; совершить;

    εκτελώ έργον (διαταγήν) — выполнять работу (приказ);

    εκτελώ ποινή (δικαστική απόφαση) — приводить в исполнение приговор;

    εκτελώ καθήκοντα ( — или χρέη) κάποιου — исполнить чьи-л. обязанности;

    εκτελώ τα σχέδια μου — осуществлять свои планы;

    εκτελώ τό καθήκον μου — выполнять свой долг;

    εκτελώ έγκλημα — совершать преступление;

    εκτελώ απειλήν — осуществлять угрозу;

    2) муз. исполнять;
    3) расстреливать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκτελώ

  • 7 εξανεμίζω

    εξανεμώ (ο) μετ.
    1) развеивать, пускать по ветру; 2) перен. уничтожать, разрушать; расстраивать;

    εξανεμίσθηκαν τα σχέδια (τα όνειρα, οι ελπίδες) μου — мой планы (мечты, надежды) рухнули;

    3) растрачивать, расточать;

    εξανεμίζω ολόκληρη περιουσία — промотать целое состояние

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξανεμίζω

  • 8 σχέδιο(ν)

    τό
    1) проект; план;

    τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;

    σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;

    σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;

    καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;

    εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;

    2) план, замысел, намерение; цель;

    πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;

    3) чертёж; схема;
    4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;

    σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);

    6) образчик; фасон;

    κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;

    § τον πήρε το σχέδιο(ν)он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σχέδιο(ν)

  • 9 σχέδιο(ν)

    τό
    1) проект; план;

    τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;

    σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;

    σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;

    καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;

    εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;

    2) план, замысел, намерение; цель;

    πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;

    3) чертёж; схема;
    4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;

    σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);

    6) образчик; фасон;

    κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;

    § τον πήρε το σχέδιο(ν)он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σχέδιο(ν)

  • 10 χαλνώ

    χαλνάω (αόρ. (ε)χάλασα, παθ. αόρ. χαλάστηκα) 1. μετ.
    1) портить;

    χαλνώ τό ρολόι — испортить часы;

    χαλνώ τό κέφι — испортить настроение;

    χαλνώ τη δουλειά — испортить дело;

    τα χαλνώ με κάποιον — испортить отношения с кем-л.;

    τα χαλάσαμε мы порвали отношения, мы разошлись;
    2) разрушать, сносить (здание); 3) изнашивать; εχάλασβ δυό ζευγάρια παπούτσια он износил две пары ботинок; 4) тратить, расходовать; изводить, переводить (разг); χαλάσαμε πολλά λεφτά мы истратили много денег; 5) перен. портить, калечить; развращать; лишать девственности;

    χαλνώ τό παιδί με τα πολλά χάδια — испортить ребёнка баловством;

    6) менять, разменивать (деньги);
    χάλασε μου ένα χιλιάρικο разменяй мне тысячу драхм; 7) расстраивать, портить; причинять вред;

    χαλνώ την υγεία (τό στομάχι) — расстраивать здоровье (желудок);

    8) расстраивать, нарушать, мешать осуществлению;

    χαλνώ τα σχέδια — расстраивать планы;

    2. αμετ.
    1) портиться, ломаться; разрушаться; χάλασε το ρολόϊ μου мой часы сломились; χάλασε ο δρόμος (ο καιρός) дорога (погода) испортилась; χάλασε το σπίτι μου мой дом разрушился; 2) портиться (о продуктах); χάλασε το κρασί вино прокисло; 3) дурнеть, терять привлекательность; 4) расстраиваться (о здоровье, планах и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαλνώ

См. также в других словарях:

  • σχεδία — σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίᾳ — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδίαι , σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… …   Dictionary of Greek

  • σχεδία — η πλεούμενο πρόχειρα κατασκευασμένο από ξύλα δεμένα μεταξύ τους: Πέρασαν το ποτάμι με σχεδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχέδια — σχέδιος near neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • σχεδίας — σχεδίᾱς , σχέδιος near fem acc pl σχεδίᾱς , σχέδιος near fem gen sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱς , σχεδία raft fem acc pl σχεδίᾱς , σχεδία raft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίαι — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίαν — σχεδίᾱν , σχέδιος near fem acc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱν , σχεδία raft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιάσας — σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem acc pl (doric) σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem gen sg (doric) σχεδιάσᾱς , σχεδιάζω do aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιᾶς — σχεδιᾶ̱ς , σχεδιάζω do fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»