Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(στολῆς

См. также в других словарях:

  • στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπέχονο — Είδος αρχαίου μανδύα, μετρίου μεγέθους. Αναφέρεται από συγγραφείς, καθώς και σε επιγραφές και ιδιαίτερα σε καταλόγους αφιερωμάτων στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, στην ακρόπολη της Αθήνας. Παραλλαγή του ήταν το αμπεχόνιο, πιο μικρό και πιο… …   Dictionary of Greek

  • αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • αφάβρωμα — ἀφάβρωμα, το (Α) μεγαρικό γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ < απο + άβρωμα «στολής γυναικείας είδος» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • γαλονάς — ο [γαλόνι (Ι)] αξιωματικός ή υπαξιωματικός ο βαθμός τού οποίου φαίνεται από τα γαλόνια τής στολής του …   Dictionary of Greek

  • γαλόνι — Μονάδα όγκου ή χωρητικότητας στο αγγλοσαξονικό μετρικό σύστημα. Χρησιμοποιείται στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, κυρίως για τη μέτρηση του όγκου των υγρών σωμάτων. Το αγγλικό γ. είναι ίσο με 4,54596 λίτρα και το αμερικάνικο γ. ισούται με …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • επιχειρίδια — τα γάντια στρατιωτικής στολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χείρ + υποκορ. κατάλ. πληθ. ίδια. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γεώργ. Ι. Αγγελόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • επωμίδα — η (AM ἐπωμίς) φρ. «επωμίδες ιστού» κομμάτια ξύλου, προσαρμοσμένα γύρω από τη στήλη τού ιστού τού σκάφους. Χρησιμεύουν για τη στήριξη εκ τών κάτω τού θωρακίου και τών δίζυγων τού ιστού νεοελλ. 1. πλέγμα με τα διακριτικά τού βαθμού που… …   Dictionary of Greek

  • επώμιο — το (AM ως επίθ. ἐπώμιος, ον) νεοελλ. μικρό ορθογώνιο ύφασμα στους ώμους τών στρατιωτικών χιτωνίων και τής μικρής στολής τών αξιωματικών με τα διακριτικά τής μονάδας και τού βαθμού αρχ. μσν. 1. ο επωμάδιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπώμιον το ωμοφόριο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»