-
1 βαρος
1) тяжесть, вес(στολῆς Xen.; β. καὴ κουφότης Arst.)
2) груз, кладь(τὰ βάρη καὴ τὰ ἐπιτήδεια Polyb.)
3) бремя, обуза(σιγῆς Soph.; συμφορᾶς Eur.)
4) ощущение тяжести(ἐν τοῖς σκέλεσι Plat.; κεφαλῆς πόνος καὴ β. Arst.)
5) тяжесть, обременительность(τῶν φόρων Polyb.)
6) множество, обилие(ὄλβου Eur.; πλούτου Plut.)
7) сила, мощь(στρατοπέδων, συντάξεως Polyb.)
8) вес, вескость, достоинство, серьезность(λόγοι β. καὴ δηγμὸν ἔχοντες Plut.)
-
2 ποικιλμος
-
3 σχημα
- ατος τό [σχεῖν]1) вид, внешность, фигура, наружность Aesch.γνοίη δ΄ ἂν ἀνθρώπου πέρι τὸ σ. ἰδών τις Eur. — видя внешность, можно познать человека
2) осанка, статность(σ. εὐπρεπέστατον Her.)
3) воен. построение, строй (sc. τῆς φάλαγγος Xen.)4) формаσ. πολιτείας Plat. — государственная форма, образ правления;
σ. λέξεως ἔμμετρον Arst. — метрическая форма речи;ἐν σχήματι νόμου Plat. — в форме закона;τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα Arst. — комедийные формы5) лог. фигура силлогизма Arst.6) мат. фигура (sc. τοῦ τριγώνου Arst.)7) грамматическая форма(τῆς λέξεως Arst.)
9) схема, набросок, очерк, эскиз, планπρόθυρα καὴ σ. Plat. — в качестве предварительной схемы
10) внешний вид, видимость(οὐ σχήμασι, ἀλλ΄ ἀληθείᾳ Plat.)
σχήματι ξενίας Plut. — под видом гостеприимства11) образ действий, поведениеἄφοβον σ. δεικνύναι Xen. — выказывать бесстрашие
12) великолепие, пышностьτύραννον σ. ἔχειν Soph. — быть окруженным царским великолепием
13) наряд, одеждаἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός Arph. — блистающий старинным нарядом;
ἐν ταπεινῷ σχήματι Xen. — в скромной одежде14) достоинствоκατὰ σ. τέν περιπέτειαν φέρειν Polyb. — с достоинством переносить несчастье;
ὀφρῦν κατὰ σ. κινεῖν Plut. — с важностью поводить бровью15) положение, рольπάντα σχήματα ποιεῖν ὡς οἰκεῖος Plat. — всячески разыгрывать роль близкого друга;
ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτοῦ σχῆμα Xen. — вернуться к своим прежним функциям;ἐν μητρὸς καὴ τροφοῦ σχήματι τιμᾶσθαι Plat. — быть на почетном положении матери и кормилицы16) поэт. ( описательно и плеонастически, без перевода)σ. δόμων Eur. — дом, жилище;
σ. πέτρας Soph. — скала;σ. Ἑλλάδος στολῆς Soph. — греческое одеяние;μορφῆς σ. Eur. — (странное) явление, диковина -
4 φαυλοτης
- ητος ἥ1) скудость, бедность(τῆς χώρας Plat.; τῆς στολῆς Xen.)
2) ухудшение, порча(φ. ἐστὴ μοναρχίας ἥ τυραννίς Arst.)
3) дурное качество, порочность4) непригодность, слабость, неспособность(στρατηγῶν Dem.)
5) простоватость, простота6) простота, непритязательность, скромность(τοῦ Ἀγησιλάου Xen.)
См. также в других словарях:
στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπέχονο — Είδος αρχαίου μανδύα, μετρίου μεγέθους. Αναφέρεται από συγγραφείς, καθώς και σε επιγραφές και ιδιαίτερα σε καταλόγους αφιερωμάτων στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, στην ακρόπολη της Αθήνας. Παραλλαγή του ήταν το αμπεχόνιο, πιο μικρό και πιο… … Dictionary of Greek
αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αφάβρωμα — ἀφάβρωμα, το (Α) μεγαρικό γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ < απο + άβρωμα «στολής γυναικείας είδος» (Ησύχ.)] … Dictionary of Greek
γαλονάς — ο [γαλόνι (Ι)] αξιωματικός ή υπαξιωματικός ο βαθμός τού οποίου φαίνεται από τα γαλόνια τής στολής του … Dictionary of Greek
γαλόνι — Μονάδα όγκου ή χωρητικότητας στο αγγλοσαξονικό μετρικό σύστημα. Χρησιμοποιείται στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, κυρίως για τη μέτρηση του όγκου των υγρών σωμάτων. Το αγγλικό γ. είναι ίσο με 4,54596 λίτρα και το αμερικάνικο γ. ισούται με … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
επιχειρίδια — τα γάντια στρατιωτικής στολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χείρ + υποκορ. κατάλ. πληθ. ίδια. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γεώργ. Ι. Αγγελόπουλο] … Dictionary of Greek
επωμίδα — η (AM ἐπωμίς) φρ. «επωμίδες ιστού» κομμάτια ξύλου, προσαρμοσμένα γύρω από τη στήλη τού ιστού τού σκάφους. Χρησιμεύουν για τη στήριξη εκ τών κάτω τού θωρακίου και τών δίζυγων τού ιστού νεοελλ. 1. πλέγμα με τα διακριτικά τού βαθμού που… … Dictionary of Greek
επώμιο — το (AM ως επίθ. ἐπώμιος, ον) νεοελλ. μικρό ορθογώνιο ύφασμα στους ώμους τών στρατιωτικών χιτωνίων και τής μικρής στολής τών αξιωματικών με τα διακριτικά τής μονάδας και τού βαθμού αρχ. μσν. 1. ο επωμάδιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπώμιον το ωμοφόριο … Dictionary of Greek