-
1 στολις
1) одеяние, одежда, платье(κροκόεσσα Eur.)
2) шкура(νεβρῶν στολίδες Eur.)
3) полотнищеνηῶν στολίδες Anth. — корабельные паруса
4) складка, сборка, морщина(πέπλων στολίδες Eur.)
-
2 κροκοεις
I(στολίς Eur.; καρπός Theocr.; κισσός, χιτών Anth.)
IIὅ (sc. χιτών) платье шафранного цвета Arph.
См. также в других словарях:
στολίς — garment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίς — ίδος, ἡ, Α 1. στολή, ενδυμασία («στολίδα κροκόεσσαν», Ευρ.) 2. ιστίο, πανί («νηῶν στολίδες λεπταλέαι», Ανθ. Παλ.) 3. ρυτίδα, ζαρωματιά τού δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», Πλούτ.) 4. πτυχή διαφόρων οργάνων τού σώματος («ή μήτρα κατά… … Dictionary of Greek
στολίδα — στολίς garment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίδας — στολίς garment fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίδες — στολίς garment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίδεσσιν — στολίς garment fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίδος — στολίς garment fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίδων — στολίς garment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολιδούμαι — όομαι, ΝΑ [στολίς, ίδος] νεοελλ. (για τον φλοιό τής Γης) υφίσταμαι στολίδωση* αρχ. 1. στολίζομαι, ντύνομαι ωραία 2. σχηματίζω πτυχές, ρυτιδώνομαι … Dictionary of Greek
στολιδώδης — ῶδες, Α [στολίς, ίδος] γεμάτος πτυχές … Dictionary of Greek
στολίσι — στολίσῑ , στόλισις a clothing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) στολίς garment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)