-
1 γαργαλιζω
2) раздражать, возбуждать(τὰ τέν γεῦσιν γαργαλίζοντα βρώματα καὴ πόματα Plut.)
; pass. испытывать раздражение Plat. -
2 γαργαλίζω
μετ.1) щекотать;με γαργαλίζει ο λαιμός — у меня першит в горле;
2) вызывать, возбуждать (аппетит, чувство, желание и т. п.);3) побуждать, склонить, подбивать (на что-л.); 4) απρόσ. подмывает;με γαργαλίζει να... — мена подмывает...;
γαργαλίζομαι — быть охваченным желанием;
γαργαλίζομαι από την ελπίδα να... — питать надежду на...
-
3 γαργαλίζω
[гаргализо] ρ щекотать. -
4 προγαργαλιζω
ранее щекотатьπρογαργαλίσαντες οὐ γαργαλίζονται Arst. — те, которые заранее (сами себя) щекочут, чтобы не испытывать щекотания
-
5 γαργαλάω
см. γαργαλίζω -
6 γαργαλεύω
-
7 γαργαλώ
См. также в других словарях:
γαργαλίζω — tickle pres subj act 1st sg γαργαλίζω tickle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ … Dictionary of Greek
γαργαλίζω — γαργάλισα, γαργαλίστηκα, γαργαλισμένος 1. ερεθίζοντας ορισμένα νεύρα προκαλώ το γέλιο: Μη με γαργαλίζεις στην κοιλιά. 2. μτφ., ερεθίζω, προκαλώ την επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαργαλίζῃ — γαργαλίζω tickle pres subj mp 2nd sg γαργαλίζω tickle pres ind mp 2nd sg γαργαλίζω tickle pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλίσει — γαργαλίζω tickle aor subj act 3rd sg (epic) γαργαλίζω tickle fut ind mid 2nd sg γαργαλίζω tickle fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλίσῃ — γαργαλίζω tickle aor subj mid 2nd sg γαργαλίζω tickle aor subj act 3rd sg γαργαλίζω tickle fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλιζομένων — γαργαλίζω tickle pres part mp fem gen pl γαργαλίζω tickle pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλιζόμεθα — γαργαλίζω tickle pres ind mp 1st pl γαργαλίζω tickle imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλιζόμενον — γαργαλίζω tickle pres part mp masc acc sg γαργαλίζω tickle pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλιζόντων — γαργαλίζω tickle pres part act masc/neut gen pl γαργαλίζω tickle pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλίζει — γαργαλίζω tickle pres ind mp 2nd sg γαργαλίζω tickle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)