-
1 φανερος
1) видимый, зримый, заметныйἔχειν πάντα φανερά Her. — быть видимым во всех своих частях;
εἰς φανερὰν ὄψιν βαίνειν Eur. — обнаруживать себя, показываться;τοὔργον παρέσται φανερόν Soph. — это будет видно;φανερὰ οὐσία Isae., Dem. — видимое, т.е. недвижимое имущество;τὸν σῖτον ἐς τὸ φανερὸν φέρειν Thuc. — публично объявить о своих хлебных запасах;ὑπ΄ οὐδενὸς φανεροῦ Plut. — без всякой видимой причины2) открытый(ὁδός Pind.)
φανεραὴ ἐσβολαὴ ἐς Αἴγυπτον Her. — свободные подступы к Египту;αἱ φανεραὴ πηγαί Thuc. — открытые источники3) открытый, очевидный, явный(ἔχθρα πρός τινα Thuc.)
τέν ψῆφον φανερὰν φέρειν или τιθέναι Plat. — голосовать открыто (явно);ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι ἐς πόλιν Her. — известно, что они пришли в город;ὅσα μέ φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Xen. — неясно было, что он об этом думает;ἐκ τοῦ φανεροῦ Thuc., Xen. — открыто, явно;αἱ ἐς τὸ φανερὸν λεγόμεναι αἰτίαι Thuc. — открыто называемые причины;ἐν τῷ φανερῷ Thuc., Xen., Plat. — открыто, публично, всенародно;κατὰ τὸ φανερὸν εἰπεῖν Arph. — высказаться во всеуслышание4) видный, выдающийся, славныйπόλις ἥ μεγίστη τῶν φανερῶν Xen. — величайший из славных городов
См. также в других словарях:
Βρασίδας — (; – Αμφίπολη 421 π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός στην πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (431 421 π.Χ.). Η δράση του αναφέρεται κυρίως σε παράτολμες επιχειρήσεις εναντίον των Αθηναίων· στη Μεθώνη το 431, στην Πύλο το 425, όπου σε μια πολεμική … Dictionary of Greek
φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… … Dictionary of Greek