-
1 πρων
I.- ῶνος, эп. тж. πρώων, ώονος ὅ [πρό]1) мыс или (небольшой) полуостровπ. ἅλιος Aesch. — морской мыс
2) гораπρῶνες Λοκρῶν Soph. — горы Локриды
II.стяж. adv. = πρώην -
2 πρωνος
-
3 πρωων
-
4 αμφιζευκτος
-
5 διαπρυσιον
(ῠ) adv.1) сплошь, насквозьπρὼν πεδίοιο δ. τετυχηκώς Hom. — горный кряж, протянувшийся через всю равнину
2) пронзительно, громко(ἤϋσεν Hom.; κιθαρίζειν HH.)
-
6 ισχανω
1) сдерживать, задерживатьΑἴαντ΄ ἰσχανέτην (dual. impf.), ὥστε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ Hom. — оба Эанта сдерживали (троянцев), как холм сдерживает воды;
δέος ἰσχάνει ἄνδρας Hom. — страх (перед мечом Посидона) сдерживает людей2) препятствовать, мешать -
7 κατοπτος
21) находящийся на виду, хорошо заметный, ясно видимый(Σαρωνικοῦ πορθμοῦ πρών Aesch.; τὰ ἐν τῷ ἐπέκεινα γιγνόμενα Thuc.; τῆς οἰκίας μέρη Plut.)
2) легко обозреваемый(τὸ χωρίον Lys.)
-
8 Κελαινιτης
-
9 πρωην
дор. πρώᾱν, стяж. πρῶν adv.1) позавчера(οὐ χθές, ἀλλὰ π. Thuc.)
π. καὴ χθές Dem., (τὰ) χθές (τε) καὴ π. Arph., Plat., ἄρτι или ὀψὲ καὴ π. Plut. — вчера - позавчера, т.е. на днях, совсем недавно;μέχρι οὗ π. τε καὴ χθές Her. — до самого недавнего времени2) недавно Hom., Arph. -
10 υληεις
См. также в других словарях:
Πρών — foreland masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρών — foreland masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… … Dictionary of Greek
Πρῶν' — Πρῶνα , Πρών foreland masc acc sg Πρῶνε , Πρών foreland masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῶν' — πρῶνα , πρών foreland masc acc sg πρῶνε , πρών foreland masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνί — Πρών foreland masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνί — πρών foreland masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνῶν — Πρών foreland masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνῶν — πρών foreland masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωνός — Πρών foreland masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωνός — πρών foreland masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)