-
1 προσοψις
- εως ἥ1) вид, внешность(ἀνδρός Pind.; π. φιλτάτη Soph.)
2) взгляд(ἐκ πρώτης προσόψεως Luc.)
3) лицо, личность(πρόσοψίν τινος εἰσιδεῖν Soph.)
εἰς πρόσοψίν τινος ἐλθεῖν Eur. — узреть кого-л. -
2 ανθηρος
31) цветущий(λειμών Arph.: πρόσοψις Diod.)
2) молодой, свежий(χλόη Eur.)
3) сияющий, веселый, радостный(ἱλαρὸς καὴ ἀ. Plut.)
4) яркий, сверкающий(εἱμάτων στολῇ Eur.; χρώματα Plut.)
5) цветистый, пышный(ὀνόματα Plut.)
6) сильнейший, крайний(μανίας μένος Soph.)
-
3 απαραλλακτος
-
4 γραφικος
31) писчий, письменныйγραφικὸν ῥέεθρον Anth. = μέλασμα;
γραφικὸν ἁμάρτημα Polyb. — ошибка переписчика, описка2) письменный, литературный(λέξις Arst.; ὑπόθεσις Plut.; δύναμις Luc.)
3) нарисованный, изображенный(Ἔρωτες Plut.)
4) обладающий литературным талантом, умеющий писать(ἀνήρ Plut.)
5) умеющий рисовать, знакомый с живописью Plat.6) живописный(πρόσοψις Diod.)
-
5 πανυστατος
3( самый) последний(υἱός Hom.; πρόσοψις Eur.)
τέν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βῆναι Soph. — отправиться в последний путь
См. также в других словарях:
πρόσοψις — appearance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψει — πρόσοψις appearance fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσόψεϊ , πρόσοψις appearance fem dat sg (epic) πρόσοψις appearance fem dat sg (attic ionic) προσοράω look at fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψεις — πρόσοψις appearance fem nom/voc pl (attic epic) πρόσοψις appearance fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψεσι — πρόσοψις appearance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψεσιν — πρόσοψις appearance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψηι — πρόσοψις appearance fem dat sg (epic) προσόψῃ , προσοράω look at aor subj mid 2nd sg προσόψῃ , προσοράω look at fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόψιος — πρόσοψις appearance fem gen sg (epic doric ionic aeolic) προσόψιος full in view masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοψι — πρόσοψις appearance fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοψιν — πρόσοψις appearance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASPECTUS — apud Publium Syrium, Grave est malum omne, quod sub aspectu latet. Pro persona est: quae Graecis προσώπη, et προσωπὶς, et πρόσοψις et πρόσωπον dicta; Recentiori aevô προσωπεῖον. Vetustissimi enim Graeci πρόσωπον non dixerunt aliud quid, quam… … Hofmann J. Lexicon universale
προσοψίζομαι — Μ [πρόσοψις] βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον … Dictionary of Greek