-
1 ανθηρος
31) цветущий(λειμών Arph.: πρόσοψις Diod.)
2) молодой, свежий(χλόη Eur.)
3) сияющий, веселый, радостный(ἱλαρὸς καὴ ἀ. Plut.)
4) яркий, сверкающий(εἱμάτων στολῇ Eur.; χρώματα Plut.)
5) цветистый, пышный(ὀνόματα Plut.)
6) сильнейший, крайний(μανίας μένος Soph.)
-
2 ανθηρός
η, ό [ά, όν ]1) цветущий; изобилующий цветами (о времени года); 2) перен. цветущий, свежий;ανθηρή όψη — цветущий вид;
3) яркий, свежий; — лёгкий, изящный (о стиανθηρός ле)
-
3 γανοω
1) делать блестящим, полировать, обрабатыватьλόγος γεγανωμένος Plut. — тщательно отделанная речь2) разукрашивать, наряжать(ἀνθηροῖς χρώμασί τι Plut.)
γεγανωμένος καὴ ἀνθηρός Plut. — нарядный и изящный3) веселить, радовать Anacr.ταῦθ΄ ὡς ἐγανώθην! Arph. — как я был обрадован этим!;
γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. — наслаждаясь пением
См. также в других словарях:
ἀνθηρός — flowery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθηρός — ή, ό (AM ἀνθηρός, ά, όν) [άνθος] (για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένος νεοελλ. μτφ. 1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος 2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί 3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα»… … Dictionary of Greek
ανθηρός — ή, ό 1. γεμάτος άνθη: Την αμυγδαλιά τη βλέπω πολύ ανθηρή. 2. ακμαίος, δροσερός: Η εμφάνισή σου είναι ανθηρότατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθηρά — ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc pl ἀνθηρά̱ , ἀνθηρός flowery fem nom/voc/acc dual ἀνθηρά̱ , ἀνθηρός flowery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηρότερον — ἀνθηρός flowery adverbial comp ἀνθηρός flowery masc acc comp sg ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηρῶν — ἀνθηρός flowery fem gen pl ἀνθηρός flowery masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηρόν — ἀνθηρός flowery masc acc sg ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηρότατα — ἀνθηρός flowery adverbial superl ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηρότατον — ἀνθηρός flowery masc acc superl sg ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηραῖς — ἀνθηρός flowery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθηραί — ἀνθηρός flowery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)