-
1 προῖκα
-
2 προικα
adv.1) даром, бесплатно(ἐργάζεσθαι Plat.)
2) безвозмездно, бескорыстно(τῇ πόλει ἀμύνειν Arph.; πρεσβεύειν Dem.)
-
3 προίκα
-
4 προῖκα
-
5 προῖκα
-
6 προίκα
η приданое;έχει την προίκα αφάγωτη — он ещё холостяк
-
7 προίκα
[прика] ουσ θ приданое. -
8 προίκα
çeyiz -
9 προίκα
dot -
10 ἀντί-προικα
ἀντί-προικα, so gut wie umsonst, von sehr wohlfeilen Waaren, Xen. Ages. 1, 18.
-
11 ἐξώ-προικα
ἐξώ-προικα, τά, das lat. parapherna, Pand.
-
12 προΐξ
προΐξ, att. προίξ, προικός, ἡ, (mit πορεῖν zusammenhangend? S. προΐσσομαι), dargereichte Gabe; Hom. zweimal: Odyss. 17, 413 προικὸς γεύσεσϑαι Ἀχαιῶν, die Gabe genießen; 13, 15 ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασϑαι, entweder = es ist beschwerlich, daß ein Einzelner es als Geschenk gebe, oder = daß ein Einzelner es umsonst, ohne Ersatz, ohne Entschädigung gebe. – Bei den Att. bes. Heirathsgeschenk, Mitgift der Frau; Andoc. 4, 14; υἱῷ προῖκα λαβεῖν, Lys. 19, 17; ἐπὶ προικὶ ἔχειν, 10, 19, vgl. 3, 35; μήτ' οὖν διδόναι, μήτε δέχεσϑαι προῖκα, Plat. Legg. V, 742 c; προῖκες μέτριαι, Ep. XIII, 361 e; öfter bei den Rednern, wie Dem.; Sp., wie Luc. Tim. 47 bis accus. 27. – Der accus. προῖκα, auch der gen. προικός wird adverbial gebraucht, an Geschenkes Statt, als Geschenk, umsonst, unentgeltlich, unvergolten; so vielleicht schon Odyss. 13, 15, s. oben; κακὸν μὲν δρᾶν τι, προῖκ' ἐπίσταται, Soph. frg. 779, d. i. von selbst, ohne Lehrer; vgl. Ar. Equ. 575. 677 Nubb. 1408; ὅταν προῖκα ἐργάζηται, Plat. Rep. I, 346 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. Nigr. 26; Dem. erkl. 19, 232 πότερον χρημάτων πρεσβεύειν προςήκει ἢ προῖ, κα ἀδωροδοκήτως.
-
13 κατα-προΐξομαι
κατα-προΐξομαι u. att. καταπροίξομαι (προῖκα), ein einzeln stehendes fut., zu welchem nur Themist. or. 14 noch den aor, καταπροίξασϑαι gebildet zu haben scheint, = umsonst, unbelohnt, unbestraft thun; ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft gehöhnt haben, Archil. frg. 23, wie Ar. οὔ τοι μὰ τὸν Δία τὸν μέγαν ἐμοῦ καταπροίξει, auf das voranstehende καταγελᾶν gehend, Nubb. 1239, was Schol, erkl. δωρεὰν ἐπεγχανῇ μοι; dgl. Vesp. 1366. 1396; nach B. A. 275 οἷον προἶκα καταφρονήσεις, ἀζήμιος ἔσῃ. Auch absolut, οὐ καταπροΐξεσϑαι ἔφη, er sagte, er solle es nicht ungestraft gethan haben, Her. 3, 36; mit dem partic., οὐ λωβησάμενος ἐμὲ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft verletzt haben, 3, 156; οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες 5, 105, vgl. 7, 17; u. so Ar. Thesm. 566 Equ. 435. S. Lob. zu Phryn. 169, der Beispiele aus späteren Schriftstellern anführt.
-
14 ἐπι-δίδωμι
ἐπι-δίδωμι (s. δίδωμι), außerdem geben, hinzufügen, Hes. O. 394; τινί τι, Il. 23, 559; in tmesi, 9, 290; von der Mitgift, als Aussteuer mitgeben, wie ὅπλα φησὶν ὁ ποιητὴς παρὰ ϑεῶν προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐπιδοϑῆναι Θέτιδι Plat. Legg. XII, 944 a; ἐπιδίδωμι αὐτῇ φερνὴν Μηδίαν Xen. Cyr. 8, 5, 19; προῖκα τάλαντον Dem. 40, 6, wie Is. 2, 4 u. öfter; ὁ ϑεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν Eur. Bacch. 1178; bes. außer dem, was man pflichtmäßig zu geben hat, als freiwillige Beisteuer, z. B. dem Staate in der Noth geben, im Ggstz von εἰςφέρειν, Is. 5, 37; oft in Dem. or. pro corona, μεγάλας ἐπιδόσεις §. 171; τριήρη 21, 160; τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις Thuc. 4, 11; τοῦ ἑαυτοῦ μέρους, von seinem eigenen Antheile, Xen. Cyr. 1, 5, 1; – τὴν ἐπιστολήν τινι, übergeben, D. Sic. 14, 47; Plut. Alex. 19; ψῆφον ἐπέδωκε τοῖς πολίταις, die Stimmsteinchen einhändigen, abstimmen lassen, Num. 7; – ἑαυτόν, sich ergeben, überlassen, ἐπειδὴ σαυτὸν ἐπιδίδως μοι Ar. Th. 213; vgl. Plat. Phil. 19 c; bes. Sp., αὑτὸν τῇ τῆς βασιλείας ἐλπίδι, er gab sich der Hoffnung hin, Hdn. 2, 7, 9; εἴς τι, 3, 4, 2; mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., εἰς τρυφήν, sich der Schwelgerei ergeben, Ath. VIII, 525 e; εἰς ὑπερηφανίαν ibd. 536 a. – Häufig in Prosa intr., zunehmen, Fortschritte machen, ἢν οὕτω ἡ χώρη ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος Her. 2, 13; ἐπεδίδοσαν ἐς τὸ ἀγριώτερον, immer erbitterter werden, Thuc. 6, 60; ἐπεδίδου ἐπὶ τὸ μεῖζον 8, 24; ἐς τὸ μισεῖσϑαι 8, 83; oft bei Plat. absolut, ἐπὶ τὸ βέλτιον Prot. 318 a; πρὸς ἀρετήν, in der Tugend, Legg. XI, 913 b; εἰς τὸ ὀξύτεροι γίγνεσϑαι Rep. VII, 526 b; πλεῖστον πρὸς ἀρετήν Isocr. 1, 12; πρὸς εὐδαιμονίαν 3, 32. Auch von Sachen, ἐπιδιδοῦσαν τὴν τῶν πολεμίων ἰσχύν Thuc. 7, 8; αἱ ἄλλαι τέχναι ἐπιδεδώκασι Plat. Hipp. mai. 281 d; Sp. – Im med., ϑεοὺς ἐπιδώμεϑα, laß uns die Götter noch hinzufügen, d. i. als Zeugen anrufen, Il. 22, 254; vgl. περιδίδωμι u. Herm. zu H. h. Merc. 383.
-
15 επιδιδωμι
(fut. ἐπιδώσω)1) (также или сверх того) давать, отдавать, передавать(τινί τι Hom. etc.)
ἐπιδοῦναι ἑαυτὸν σφαγιάσασθαι Plut. — отдать себя на заклание2) (тж. προῖκα ἐ. Dem., προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐ. Plat., φερνέν ἐ. Xen. и εἰς φερνέν ἐ. Plut.) давать в приданое(μείλια θυγατρί Hom.; τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ, sc. ἀδελφῇ Lys.)
3) ( в отличие от εἰσφέρω) добровольно вносить, жертвовать(τριακοσίας δραχμάς Isae.; μεγάλας ἐπιδόσεις Dem.)
4) даровать, придавать(εὐμάρειαν χεροῖν Eur.)
5) передавать, вручать(ἐπιστολήν τινι Diod., Plut.)
ψῆφον ἐ. τοῖς πολίταις Plut. — призвать граждан к голосованию6) med. брать в свидетели(θεούς Hom.)
7) med. чтить подношениями(θεάν Hom. - v. l. ἐπιβοάομαι)
8) (тж. ἐ. ἐπὴ τὸ μεῖζον Thuc. и εἰς αὔξησιν Arst.) увеличиваться, расти, разрастаться, возрастать(ἐς ὕψος Her.; εἰς ἰσχύν Plut.)
ἐ. ἐπὴ τὸ βέλτιον Plat. и εἰς τὸ βελτίων εἶναι Arst. — становиться лучше;ἐ. ἐς τὸ ἀγριώτερον Thuc. — все более раздражаться;ἐς τὸ μισεῖσθαι ἐπιδεδωκέναι Thuc. — навлечь на себя еще большую ненависть9) предаваться, отдаваться(εἰς τὸ οἰκεῖον ἔργον Arst.)
10) делать успехи, преуспевать(πρὸς ἀρετήν Plat., Isocr.; πρὸς εὐδαιμονίαν Isocr.)
-
16 προίξ
προίξ, προικός, ἡ (on the accent v. Arc.125, An.Ox.3.243; [dialect] Ion. accus. πρόϊκα acc. to EM495.33),A gift, present, in Hom. only gen. προικός, as Adv., ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι burdensome is it for a single person to give of his bounty, without reimbursement, Od. 13.15; ἔμελλεν.. προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν was like ly to make trial of the Achaeans with impunity, 17.413 (unless π. γ. = taste the gift).2 after Hom., marriage-porlion, dowry, Hippon.(?)72, And. 4.14, Lys.19.9, Pl.Lg. 774c, al.; ἐν τῇ προικὶ τετιμημένα reckoned as part of the dowry, D.47.57; .II acc. προῖκα as Adv., as a free gift, freely, at one's own cost, Ar.Eq. 577, 679, Nu. 1426;π. ἐργάζεσθαι Pl.R. 346e
;ἀρετὴ τὸ π. τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν Antiph. 210
; π. κρίνειν, πρεσβεύειν, without a gift, unbribed, D.5.12, 19.232, cf. IG3.702, etc.; παῖς.. κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ' ἐπίσταται of oneself, without a teacher, [S.]Fr. 1120.62π. τῆς δόξης
to say nothing of, in addition to,Plu.
2.349e. -
17 κατα-μίγνῡμι
κατα-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), vermischen, untermischen, Ar. Lys. 580; τὴν φροντίδα εἰς τὸν ἀέρα Nubb. 229; τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem. 30, 10, öfter; ζῆλόν τινι, beibringen, Plut. Lyc. 27; οἱ δὲ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. An. 7, 2, 3, wie Plut. Cat. mai. 20; τινί τι Lycurg. 27.
-
18 καθ-υφ-ίημι
καθ-υφ-ίημι (s. ἵημι), nachlassen, preisgeben, verrathen; ἐάν τις ἑκὼν καϑυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ τὸν καιρόν Dem. 19, 6; wie praevaricari, als Sachwalter so treulos zu Werke gehen, daß man dem Gegner den Vortheil in die Hände spielt, πεισϑεὶς ἀργυρίῳ καϑυφεὶς τὸν ἀγῶνα 21, 39, vgl. 18, 107; von dem Proceß abstehen, ihn fallen lassen, ἀπαλλαγῆναι καὶ καϑυφεῖναι τὸν ἀγῶνα 21, 151, vgl. 23, 96; μηδὲ καϑυφῇς τι τῶν δικαίων τοῠ πατρός Luc. Prom. 5; – καϑυφῆκεν τὴν προῖκα τῆς ἀδελφῆς Dem. 29, 35. – Med. nachgeben, ὡς οὐ χρὴ καϑυφίεσϑαι τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen. Hell. 2, 4, 22; feig nachgeben, preisgeben, εἰ καϑυφείμεϑά τι τῶν πραγμάτων Dem. 3, 8; καϑυφεῖντο ἑαυτούς Pol. 3, 60, 4; von feigen Soldaten Polyaen. 8, 24, 1 καϑυφιεμένους ἐν ταῖς μάχαις.
-
19 οἰκό-σῑτος
οἰκό-σῑτος, zu Hause essend, bleibend, Luc. somn. 1, vgl. Sacrif. 9, für sich allein, ohne viele Gäste essend, auf eigene Kosten essend, lebend; übh. der Etwas umsonst thut, vgl. Ath. VI, 247 f, ὁ μὴ μισϑοῦ, ἀλλὰ προῖκα τῇ πόλει ὑπηρετῶν, wo aus Men. angeführt wird μὴ συνάγειν γυναῖκας μηδὲ δειπνίζειν ὄχλον, ἀλλὰ οἰκοσίτους τοὺς γάμους πεποιηκέναι.
-
20 ἀ-μισθί
См. также в других словарях:
προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως … Dictionary of Greek
προίκα — η 1. περιουσιακά στοιχεία της νύφης από τον πατέρα ή τον προστάτη της. 2. καθετί που χαρίζει ο πατέρας στην κόρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προῖκα — προίξ gift fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῖκ' — προῖκα , προίξ gift fem acc sg προῖκε , προίξ gift fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῖχ' — προῖκα , προίξ gift fem acc sg προῖκε , προίξ gift fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣно — ВѢН|О (109), А с. 1. Плата, выкуп за невесту; подарок жениха невесте: Аще прѣльстить кто дв҃цю неѡбрученѹ. и спить с нею. вѣномь да вѣнить ю собѣ жену. (φερνῇ) КР 1284, 260в; Аще му(ж) приемъ вѣно въсхоще(т) ѥже по ѡбычаю вѣно створити своеи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άεδνος — (I) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που δεν έχει προίκα, άπροικος, απροίκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἕδνα (= προίκα)]. (II) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη προίκα, πολύφερνος, πολύπροικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτ. + ἕδνα (= προίκα)] … Dictionary of Greek
ανάεδνος — ἀνάεδνος, η (Α) (για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ομηρική και υπάρχουν τρεις δυνατές εκδοχές για την ετυμολογία της: α) ἀνάεδνος < ἀνα στερ. + ἕδνα «προίκα» β) ο τ. ἀνάεδνος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή… … Dictionary of Greek
φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
εξώπροικος — η, ο 1. που είναι έξω από την προίκα, που δεν περιλαβαίνεται στην προίκα: Εξώπροικη περιουσία. 2.το ουδ. πληθ. ως ουσ., εξώπροικα ατομική περιουσία της γυναίκας, που δεν έχει δοθεί ως προίκα στο σύζυγο, τα εξωπροίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)