-
121 δέημος
δέ-ημος· νόμος ἢ δεσμός, Hsch. -
122 δεόμενος
δεόμενος· νόμος, δεσμός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεόμενος
-
123 διαγορεύω
A declare, state explicitly,συγγραφῆς -ούσης PMagd.3.4
(iii B. C.);ὡς ὁ νόμος δ. LXX Su.61
, cf. D.H.1.78(v. l.), Jul.Or.1.3d; give orders, command, Ph.1.437; τι Id.2.291: c. inf., Id.2.324, al.: τινί, c. inf., Plu.CG16; soμή..
forbid,App.
BC1.54:—[voice] Pass., to be declared or established, Pl.Lg. 757a;τὰ διηγορευμένα PTeb.105.30
(ii B. C.), PStrassb.115.6 (ii B.C.).II relate in detail, D.H.11.19.IV = τὰ διάφορα καὶ οὐ τὰ αὐτὰ λέγειν, Is.Fr.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγορεύω
-
124 διαρρήδην
A expressly, explicitly, h.Merc.313, Plb.3.26.5; esp. of legal enactments or treaties, δ. γέγραπται Foed. ap.And.2.14; δ. εἴρηται μή .. Lys.1.20;ὁ νόμος δ. λέγει Is.3.68
;δ. ψηφίσασθαι D.19.6
;δ. πέμπειν Pl.Lg. 698c
; νομοθετεῖν ib. 876c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαρρήδην
-
125 διεξάγω
Aδιεξάχθην Milet.3
No.152.25 (ii B. C.):—lead through,δύναμιν διὰ τειχῶν D.S.14.20
.b τροφὴ διεξάγουσα laxative diet, Aret.CA2.5.2 bring to an end, settle,λόγῳ ἀμφισβήτησιν Plb.5.1.5
, etc.; try a cause, GDI5040.69 ([place name] Crete):—[voice] Pass., PTeb.5.219 (ii B. C.), al., PSI2.173.15 (ii B. C.);τὸ δίκαιον διεξάγεται Plb.4.73.8
.3 arrange, manage, Chrysipp.Stoic.3.185; administer, conduct,ἀσφαλῶς τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Plb.1.9.6
, cf. PLond.3.1221.2 (ii A. D.);ταμιείαν IG22.1326.38
:—[voice] Pass.,ὁ τῆς φύσεως νόμος καθ' ὃν διεξάγεται τὰ γιγνόμενα Plu.2.568d
.II δ. τοὺς βίους ἀπό τινος support life, Id.1.71.1: abs., Plu.1090b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεξάγω
-
126 διερῶ
διερῶ serving as [tense] fut., [full] διείρηκα as [tense] pf., of διαγορεύω ( διεῖπον (q. v.), being [tense] aor.):—A say fully, distinctly, expressly, Pl.Lg. 809e, etc.;διείρηκεν ὁ νόμος D.20.28
, cf. 23.72:—[voice] Pass., [tense] aor. : [tense] pf. διείρημαι ib. 813a, etc.; it having been expressly stated,D.
17.28. -
127 διηνεκής
A continuous, unbroken,ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Od.13.195
; νώτοισι.. διηνεκέεσσι with slices cut the whole length of the chine, Il.7.321; ῥίζαι, ῥάβδοι, 12.134, 297;εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od. 18.375
; soδ. σώματα Pl.Hp.Ma. 301b
, cf. Anaxandr.6, BGU646.22 (ii A. D.);ὄρος δ. Str.3.1.3
;κανών IG7.3073.108
(Lebad., ii B. C.);τὸ δ.
regularity,Gal.
2.355; of Time, perpetual,δ. νυκτί Luc.VH1.19
;δικτάτωρ εἰς τὸ δ. App.BC1.4
. Adv. διηνεκέως in phrase δ. ἀγορεύειν to tell from beginning to end, Od.7.241, 12.56 (distinctly, positively, 4.836);ἅπαντα δ. κατέλεξε Hes.Th. 627
; cf.τὰ ἕκαστα διηνεκὲς ἐξενέποντα A.R.2.391
; [dialect] Boeot. and [dialect] Dor. διανεκῶς without ceasing,εὕδειν Corinn.9
(dub.), cf. SIG793.3 (Cos, i A. D.); διηνεκῶς once in Trag., A.Ag. 319, Com.Adesp.382, M.Ant.2.17, OGI194.12 (Egypt, i B. C.), D.Chr.49.8, etc.; so , Call.Fr. 158; also εἰς τὸ διηνεκές in perpetuity, Ep.Hebr.7.3, PRyl.2.427 (ii A. D.), JHS33.338 (Macedonia, ii A. D.); - κῶς invariably, opp. πλεονάκις, Gal.18(2).315.—The [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. form διᾱνεκής is used also in [dialect] Att., as Pl.Hp.Ma. 301b, 301e (cf. Diogenian. ap. Sch. ad loc.), Anaxandr. l. c., IG2.1054.81; but νόμος διηνεκής a perpetual law is read in Pl.Lg. 839a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διηνεκής
-
128 δικαιονόμος
δῐκαιο-νόμος, ον, =A juridicus, D.C.78.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαιονόμος
См. также в других словарях:
Νόμος — (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
νομός — place of pasturage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… … Dictionary of Greek