-
1 ιασις
1) целебное средство, средство лечения (sc. τῶν νοσημάτων Plut.)ἴασίν τινα πρᾶξαι Soph. — применить какое-л. средство;
ὅσοι λόγου χάριν λέγουσι, τούτων ἔλεγχος ἴ. τοῦ λόγου (sc. ἐστίν) Arst. — в отношении таких, которые говорят (просто) для того, чтобы говорить, (единственным) средством является изобличение (бессодержательности их) слов2) (из)лечение, исцеление(τῶν νοσούντων Arst.; ἰάσεις ἀποτελεῖν NT.; перен. λύσις τε καὴ ἴ. τῶν δεσμῶν καὴ τῆς ἀφροσύνης Plat.)
πήματα, οἷς ἴασιν οὐκ ἔνεστιν ἰδεῖν Soph. — страдания, которым не видно исцеления;βλάβος, οὗ μή ἐστιν ἴ. Arst. — непоправимый ущерб -
2 ἴασις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἴασις
-
3 ίασις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ίασις
-
4 ἴασις
исцеление, излечение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἴασις
-
5 2392
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2392
См. также в других словарях:
Ἴασις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάσις — ἰά̱σῑς , ἴασις healing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴασις — ἴᾱσις , ἴασις healing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰάσιδι — Ἴασις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴασι — Ἴασις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴασιν — Ἴασις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
ἰάσει — ἰά̱σει , ἴασις healing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἰά̱σεϊ , ἴασις healing fem dat sg (epic) ἰά̱σει , ἴασις healing fem dat sg (attic ionic) ἰά̱σει , ἰάομαι j fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἰάζω aor subj act 3rd sg (epic) ἰάζω fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίαση — η (AM κριθίασις) γαστραλγία τών ιπποειδών, που εμφανίζεται όταν τρώγουν λαίμαργα και σε ακατάλληλες ώρες μεγάλη ποσότητα κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. κριθίασις < κριθ ιῶ / άω (πρβλ. αλωπεκ ίασις, μυωπ ίασις)] … Dictionary of Greek
πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που … Dictionary of Greek
ἰάσεις — ἰά̱σεις , ἴασις healing fem nom/voc pl (attic epic) ἰά̱σεις , ἴασις healing fem nom/acc pl (attic) ἰάζω aor subj act 2nd sg (epic) ἰάζω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)