-
1 επιμελητης
- οῦ ὅ1) попечитель, руководитель, заведующий, тж. начальник, глава(τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Arph.; παιδείας и περὴ τῆς παιδείας Plat.; τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Xen.)
ἐ. τῶν μυστηρίων Dem. — распорядитель мистерий;ἐ. τῶν νεωρίων Dem. — начальник верфи;ἐ. τῶν δημοσίων προσόδων Plut. — главный казначей;ἐ. τοῦ ἐμπορίου Dem., Arst. — смотритель рынка;ἐ. ἵππων Plat. — ухаживающий за лошадьми, конюх;ἐ. τῆς οὐραγίας Polyb. — начальник арьергарда2) наместник, управитель(τῆς Τριφυλίας Polyb.; ἐπιμελητήν τινα καταστῆσαι εἰς νομόν τινα Arst.)
-
2 κατασκευη
ἥ1) подготовка(τοῦ πολέμου Thuc.)
2) сооружение, строительство(λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.)
3) создавание, построение(τῶν νόμων Plat.)
4) устройство, строение, строй, организация(τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.)
αἱ κατασκευαὴ τῆς ψυχῆς Plat. — (различные) типы душевной организации;κ. τοῦ βίου Plat. — способ добывания средств к жизни;ἥ χρημάτων κ. Plat. — материальный быт5) домашняя обстановка, меблировка, утварь(τῆς οἰκίας Dem.)
κατασκευέν κτᾶσθαι Plat. — приобретать обстановку6) посуда7) укладывание багажа, сборы (в путь) Xen.8) прием, хитрость, уловка(τέχναι καὴ κατασκευαί Aeschin.)
9) сочинение, произведение Polyb. -
3 περιβολος
I2окаймляющий, обвивающий (голову)(στέφεα περίβολα Eur.)
IIὅ1) стена, ограда(τῆς πόλεως Plat.)
2) (закрытое) помещениеἐν οἰκείῳ περιβόλῳ Plat. — у себя дома
3) очертание, объем, размеры4) пределы, территория(νεωρίων Eur.)
5) круг, извив(ἐχίδνης περίβολοι Eur.)
См. также в других словарях:
νεωρίων — νεώρης new masc/fem/neut gen pl (doric) νεώριον dockyard neut gen pl νεωρέω to be overseer of a dockyard pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭПИМЕЛЕТЫ — • Έπιμεληταί, род чиновников в Афинах, которые отличались от остальных (αρχοντες) тем, что они в большинстве случаев назначались только для известной определенной цели, часто не народом, а отдельными филами; они не имели права… … Реальный словарь классических древностей
ЛИТУРГИЯ — • Λειτουργία, в Афинах, к государственным повинностям, падавшим преимущественно на богатых граждан, относились так называемые Л., личные услуги государству, состоявшие в том, что богатые граждане на свой счет удовлетворяли некоторым… … Реальный словарь классических древностей
RHACOTES — Alexandria prius sic dicta, Stephan. Strabo: Κατοικίαν δ᾿ αὐτοῖς ἔδοςαν τὴν προςαγορευομένην Π῾αχῶτιν, ἡ νῦν μὲν τῶν Α᾿λεξανδρέων πόλεώς ἐςτι μέρος, τὸ ὑπερκείμενον τῶν νεωρίων, τοτὲ δὲ χώμη ὑπῆρχε. Pausanias in Eliacis prioribus, ubi de… … Hofmann J. Lexicon universale
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Τελευτίας — Επιφανής Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου. Κατά τον Κορινθιακό πόλεμο (395 387 π.Χ.) υπήρξε περισσότερο από 2 χρόνια ναύαρχος του στόλου των Λακεδαιμονίων. Κατά το 391 έγινε κύριος του Κορινθιακού κόλπου και έτσι με τη … Dictionary of Greek