-
101 πολυναύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυναύτης
-
102 ποντοναύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποντοναύτης
-
103 σοωναύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοωναύτης
-
104 στρογγυλοναύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρογγυλοναύτης
-
105 τριάρμενος
τρῐ-άρμενος, ον,A with three sails or masts,ὁλκάς Plu.Marc.14
;πλοῖον Luc.Nav.14
;ναύτης τῶν τ. Id.Pseudol.27
, cf. Philostr.VA4.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριάρμενος
-
106 φιλοναύτης
A kind to sailors, AP6.38 (Phil.); loving ships, Hsch. s.v. φιλήρετμοι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοναύτης
-
107 χιλιοναύτης
A with or of a thousand ships,στόλος Ἀργείων A.Ag.45
(anap.); σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα prob. in E.IT 141 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλιοναύτης
-
108 ἐρετάνης
ἐρετ-άνης· ναύτης, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρετάνης
-
109 ἀρωγοναύτης
-
110 καρυοναύτης
καρυο-ναύτης, ὁ, Nußschiffer, der in einer Nußschale schifft -
111 λιποναύτης
λιπο-ναύτης, ὁ, der die Schiffe verläßt -
112 μεγαλοναύτης
μεγαλο-ναύτης, ὁ, Großschiffer -
113 μονοναύτης
μονο-ναύτης, ὁ, der einzelne Schiffer, u. davon μονοναυτικὴ οἰκία -
114 ναυτίλλομαι
ναυτίλλομαι, ein ναύτης sein, zu Schiffe fahren, über See fahren -
115 πολυναύτης
πολυ-ναύτης, ὁ, mit vielen Schiffern u. Schiffen -
116 ποντοναύτης
ποντο-ναύτης, ὁ, Meerschiffer -
117 σοωναύτης
σοω-ναύτης, Retter der Schiffer, Name eines Hafens -
118 στρογγυλοναύτης
στρογγυλο-ναύτης, ὁ, der auf einem runden oder Kauffahrteischiffe Fahrende -
119 συνναύτης
συν-ναύτης, ὁ, Schiffsgenosse -
120 τοίχαρχος
τοίχ-αρχος, ὁ, Aufseher über die Ruderknechte an den Seiten des Schiffes, der nächste Rang nach dem ναύτης
См. также в других словарях:
ναύτης — seaman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek
ναύτης — ο 1. μέλος του πληρώματος πλοίου. 2. απλός ναύτης χωρίς βαθμό, αλλ. εργάτης της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναῦτα — ναύτης seaman masc voc sg ναύτης seaman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτᾶν — ναύτης seaman masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτέων — ναύτης seaman masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτῶν — ναύτης seaman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναῦται — ναύτης seaman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταις — ναύτης seaman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταισι — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταισιν — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)